25/11/14

Άνθρωποι και ποντίκια στη Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας

Μέσα στα ερείπια ενός χαρακτηρισμένου μνημείου στην καρδιά της πόλης, καμιά δεκαπενταριά κατατρεγμένοι ζουν μια παράλληλη ζωή. 


 Ένα συγκλονιστικό φωτορεπορτάζ 
 του Θοδωρή Νικολάου.


Μέσα από τα ερείπια η ζωή επιμένει: Η Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας αν και έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο από τα δυο Κεντρικά αρμόδια Συμβούλια -Αρχαιολογικό και Νεωτέρων Μνημείων-, αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου σαν να αναμένει τις προθέσεις των αρμοδίων και τις τελικές αποφάσεις που θα ορίσουν το μέλλον της. Στα «σπλάχνα» της , μέσα από την σιδερένια περίφραξη, ξεπροβάλλει ένας παράλληλος κόσμος. Πίσω από παλιά ψυγεία, ξεχαρβαλωμένες πόρτες, πινακίδες, καμένες στέγες και φθαρμένα δάπεδα καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι δίνουν ζωή στα συντρίμμια.
Ο Δημήτρης, η Ασημίνα, ο Γιώργος και δυο – τρεις ακόμη οικογένειες από την Βουλγαρία και την Ελλάδα ζουν σε μικρά αυτοσχέδια παραπήγματα. Χρησιμοποιούν παλιές οικοσκευές που μάζεψαν από το δρόμο, έχοντας δημιουργήσει μια πόλη μέσα στην πόλη. Με μια και μόνη μοναδική τους έννοια: «Να μην γκρεμιστεί η αγορά». Γιατί για κάποιους μπορεί να θεωρείται ως «ποντικώνας», για άλλους δικαίως μνημείο, όμως γι΄αυτούς είναι το σπίτι τους. Έχοντας άγνοια για το τι συμβαίνει στα γραφεία υπουργών και δημάρχων έχουν γίνει -άθελα τους- ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του χώρου. Στο μέλλον – εφόσον υπάρξει για την αγορά – η παρουσία τους ίσως καταγραφεί ως η φυσική συνέχεια των πραγμάτων.
Τις βασικές τους ανάγκες σε τροφή και  ένδυση τις καλύπτουν  με τα «περισσεύματα» των γύρω καταστημάτων, αλλά και την ευαισθησία ορισμένων πολιτών. Κάποιοι από αυτούς έχουν καταφύγει και στην επαιτεία. «Ποιος άνθρωπος θα ήθελε να ζει κάτω από αυτές τις συνθήκες; Κανείς. Είναι όμως η τελευταία μου επιλογή», μου λέει η Ασημίνα που μένει μαζί με τα δύο μικρά της παιδιά σε ένα δωμάτιο στην ανατολική πλευρά της αγοράς. Πριν από μερικά χρόνια η Ασημίνα έχασε τον μικρό της γιο. Τον χτύπησε ένας διερχόμενος οδηγός σε μια περιοχή λίγο έξω από τη Χαλκίδα.  Περιμένοντας το δικαστήριο – ειρωνεία βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω από την αγορά- προσπαθεί να μαζέψει την καύσιμη ύλη που θα της εξασφαλίσει ζεστασιά τον χειμώνα. «Ο καιρός αρχίζει και κρυώνει. Τρεις κουβέρτες είχα. Την μία την έδωσα σε ένα παλικάρι που έρχεται και ζει μαζί μας. Μας προσφέρει ασφάλεια και συντροφιά». Λίγα λεπτά αργότερα καταφθάνει και ο ίδιος. «Σε παρακαλώ μην με φωτογραφίσεις και μην γράψεις τίποτα για μένα. Είμαι γνωστός στην κοινωνία και δεν θα ήθελα να φανεί προς τα έξω ότι μένω εδώ» μου λέει.
Τον ρόλο του ξεναγού στην αγορά έχει αναλάβει ένας πεντάχρονος  Βούλγαρος. Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στους  πάνω ορόφους. Εκεί βρισκόταν ένα από τα παλαιότερα καφενεία της Χαλκίδας.  Οι ελληνικές λέξεις που γνωρίζει είναι ελάχιστες. Ανάμεσα σε αυτές  ψελλίζει τις λέξεις  «φίλε» και «μεγάλε». Στέκεται μπροστά στον φακό και ζητάει να χρησιμοποιήσει και ο ίδιος την φωτογραφική μηχανή. «Αυτόν που βλέπεις μια  μέρα θα γίνει φωτογράφος. Μας ζαλίζει συνέχεια. Σταματημό δεν έχει», μου λέει η μητέρα του σε καλά ελληνικά, ανακατεύοντας σε μια αυτοσχέδια κουζίνα κάποια κομμάτια κρέας που της έδωσαν από το παραπλήσιο χασάπικο.  Κρίνοντας από τον τρόπο που χειρίζεται ο μικρός την μηχανή, σκέφτομαι ότι αν του επιτρεπόταν σίγουρα θα είχε, αν όχι ένα λαμπρό, τουλάχιστον ένα «καθαρό» μέλλον.  Ο Δημήτρης, ένας υπερήλικας με μακριά μούσια θεωρείται ο απλησίαστος της αγοράς.  Όλη μέρη «κρύβεται» σε ένα μαγαζί απέναντι από την πιάτσα των ταξί ταξινομώντας με επιμέλεια χαρτόνια και καίγοντας πλαστικά. Στέκομαι και τον παρατηρώ ξανά και ξανά. Δεν σηκώνει το βλέμμα. Δεν ξέρω αν για τον ίδιο αυτή η συνήθεια αποτελεί κάτι σαν Σισύφειο μαρτύριο ή ένας τρόπος να ξεγελάσει τον χρόνο.
Η Δημοτική Αγορά της Χαλκίδας –ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της αρχιτεκτονικής μνήμης των κατοίκων- τέμνει τρεις αιώνες. Το αρχιτεκτονικό αυτό στολίδι έως τα τέλη του 20ου αιώνα αποτελούσε τον βασικότερο εμπορικό και κοινωνικό «πνεύμονα» της πόλης, ενώνοντας το παρελθόν με το παρόν της. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε νεοκλασικό ρυθμό. Κτιριακά εμπλουτίστηκε το 1932 με ένα τμήμα που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Σόλων Κυδωνιάτης. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ανάγεται στο κίνημα του μεσοπολέμου με στοιχεία bauhaus, ενώ εκεί φιλοξενήθηκαν το πρώτο μουσείο της πόλης, το Εργατικό Κέντρο καθώς και η Φιλαρμονική. Περπατώντας στον όροφο που στεγάζονταν οι μουσικοί της πόλης θα βρεις κανείς πεταμένες παρτιτούρες και μουσικά σχεδιαγράμματα που περιμένουν τους «ιστορικούς» αυτής της πόλης. Που σίγουρα θα βρουν το υλικό που βοηθάει στην διάσωση της συλλογικής μας μνήμης.

Πηγές: Monumenta.org

Πρωτοβουλία Πολιτών για την Δημοτική Αγορά





















 Πηγή: popaganda.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...