Ο Αντώνης Καρπετόπουλος βλέπει το τελευταίο δημιούργημα του Τιμ Μπάρτον από μία άλλη οπτική.
Ομολογώ ότι δυσκολευόμουν να καταλάβω ποια ανάγκη οδήγησε τον Τιμ Μπάρτον στο να γυρίσει την τελευταία του ταινία, που παίζεται στις αίθουσες με τον τίτλο «Μεγάλα Μάτια». Το στόρι, βασισμένο σε κάτι που αληθινά έχει συμβεί, δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό. Ο καυγάς ενός ζευγαριού και η δικαστική τους διαμάχη για το ποιος από τους δυο είναι τελικά ο ζωγράφος μιας σειράς από πίνακες, που τόσο αγάπησε η Αμερική της δεκαετίας του 60, δεν είναι πράγματα που μπορεί να τραβήξουν το ενδιαφέρον ενός σκηνοθέτη που αγαπά τα φαντάσματα, τα σκοτάδια, τα κομμένα κεφάλια, τους χαμένους της ζωής και του έρωτα.
Ακόμα και τα όποια ερωτηματικά η ταινία δημιουργεί, τα ξεχνάς γρήγορα.
Το να ξεχνάς γρήγορα μια ταινία του Τιμ Μπάρτον δεν έχει συμβεί ποτέ. Αν του έδιναν του κόσμου τα λεφτά για να την γυρίσει θα είχαμε την απάντηση στο γιατί την έκανε, όμως παραγωγός είναι κι αυτή τη φορά ο ίδιος: το ήθελε να την κάνει και την έκανε όπως την ήθελε - ρηχή και επίπεδη και άνευρη, ώστε σε κάνει να αναρωτιέσαι το γιατί. Έχω μια απάντηση που θέλω να την μοιραστώ μαζί σας: νομίζω πως την έκανε για να τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Υπάρχουν άνθρωποι που σου συστήνονται και σου λένε τα πάντα για αυτούς ή σε αφήνουν να τα καταλάβεις όλα αμέσως. Και υπάρχουν άλλοι που κρατάνε πάντα τα μυστικά τους, αθώα ή ένοχα για την πάρτη τους, και σε βάζουν στον κόσμο τους, μόνο όταν κρίνουν ότι μπορεί να σ εμπιστευθούν. Νομίζω ότι ο ιδιοφυής Τιμ Μπάρτον ανήκει στους δεύτερους – ίσως γιατί είναι ένας μεγάλος δημιουργός και οι δημιουργοί λατρεύουν να σε προβληματίζουν πριν σου εξηγήσουν τις επιρροές τους, ώστε να τους καταλάβεις.
Το σύμπαν των εικόνων
Ο Τιμ Μπάρτον έχει κάμποσο καιρό να κάνει μια αληθινά σπουδαία ταινία – ίσως γιατί τις πολύ σπουδαίες ταινίες του τις γύρισε νωρίς και σχετικά γρήγορα. Ήταν 30 χρονών όταν έκανε το «Σκαθαροζούμη» και 31, όταν σε πείσμα των παραγωγών, μεταμόρφωσε τον Μάικλ Κίτον σε εξαιρετικό Μπάτμαν. Ήταν 32 όταν συγκίνησε τον κόσμο με τον «Ψαλιδοχέρη» και στα 34 είχε βγάλει τόσα χρήματα, ώστε τον δεύτερο και κατά πολλούς καλύτερο Μπάτμαν του τον γύρισε χωρίς παραγωγό πάνω από το κεφάλι του. Γρήγορα, έχοντας αφηγηθεί κάμποσες περιπετειώδεις ιστορίες, άφησε κατά μέρος την αγάπη για το περίπλοκο της αφήγησης ρίχνοντας ολοένα και μεγαλύτερο βάρος στην αισθητική. Οποιος αγαπάει τον Μπάρτον, δεν τον αγαπάει τόσο για τους ήρωές του (σχεδόν πάντα άλλωστε τους υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ), όσο για την ικανότητα του να καδράρει τους κόσμους του: στις πιο πολλές ταινίες του ο Μπάρτον φιλμογραφεί το δικό του σύμπαν και πολλές από τις εικόνες των ταινιών του θα μπορούσαν να είναι πίνακες ζωγραφικής – λίγοι σκηνοθέτες έχουν βάλει στο σινεμά τόση πολύ ζωγραφική και τόσο πολύ εξπρεσιονισμό.Σήμερα ο Αμερικάνος είναι 56 χρονών. Τα «Μεγάλα Μάτια» είναι μια υποσημείωση στη φιλμογραφία του – ένας αστερίσκος. Σε κάθε του ταινία ο Μπάρτον για χρόνια μας καλούσε στον κόσμο του: συχνά ο κόσμος αυτός ήταν βαρύς και δύσκολος, αλλά πάντα το καδράρισμά του είχε αισθητική – σπάνια αισθητική. Για τον Μπάρτον η αισθητική δημιουργεί καλό γούστο, μεγαλώνει την αντίληψη, σώζει ψυχές – είναι εν τέλει συνώνυμη της Τέχνης. Για να μας δείξει τι καθόρισε τη δική του αισθητική έκανε τα «Μεγάλα Μάτια», δηλαδή την ιστορία των ζωγραφικών πινάκων που ανεξίτηλα τον σημάδεψαν ως πιτσιρίκο (γιατί τα βλεπε παντού, όπως λέει) και τον έκαναν αυτό που είναι. Μπορεί ως επιλογή αυτό ν ακούγεται λιγάκι αυτάρεσκο, αλλά ο δημιουργός είναι ένας μεγάλος νάρκισσος – αλλιώς οι όποιες ευαισθησίες του θα τον καταπλάκωναν ή θα τον έστελναν στον στείρο και μουρμούρικο κόσμο της κριτικής.
Αριθμητήριο και αλφαβήτα
Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία, αδυνατώντας να προβληματιστούν για το μήνυμά της. Οι κριτικοί έχουν αισθητική, αλλά τη χρησιμοποιούν συνήθως σαν το αριθμητήριο: μετράνε με αυτή τη δουλειά των άλλων και τη θεωρούν δεδομένη – δεν είναι. Αντίθετα από τους κριτικούς, για τους δημιουργούς η αισθητική είναι η αλφαβήτα τους. Υπάρχουν και κατάφεραν να ξεχωρίσουν χάρη σε αυτή. Όταν μιλάμε για δημιουργούς σαν τον Μπάρτον, όποιος τους αγαπάει, αυτή την αισθητική μαζί τους μοιράζεται.
Τα «Μεγάλα Μάτια» δεν είναι μια μεγάλη ταινία. Είναι μια ταινία μνήμης και νοσταλγίας: είναι μια καρτ ποστάλ με εξομολογήσεις που ο Μπάρτον στέλνει στο κοινό του.
Έχει καλές ερμηνείες, εύκολες πάντως για τους σπουδαίους ηθοποιούς που ο Μπάρτον διάλεξε, περιέχει μια ωραία απεικόνιση της εποχής, αλλά δεν έχει την αισθητική του Μπάρτον ακριβώς γιατί ο Αμερικάνος θέλει, αφήνοντας την κατά μέρους, να μας πει από πού αυτή προέρχεται. Έτσι κάνει την πιο ελαφριά και γλυκανάλατη ταινία του ώστε να μην μπορείς να θυμάσαι κάτι πιο πολύ από τα μεγάλα μάτια στα κάδρα, τα ίδια μεγάλα μάτια που 'χεις δει στις ταινίες του Μπάρτον, όταν για το ποιος είναι αυτός που τα πρωτοσχεδίασε και που ο Μπάρτον τα πρωτοείδε δεν είχες ιδέα. Ο Μπάρτον αφήνει στην άκρη τον καλλιτέχνη για να μας πει τι σημάδεψε τον άνθρωπο. Εξομολογείται δείχνοντας παλιές φωτογραφίες. Σιωπηλά. Μόνο σε φίλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ