Πέρασα Δυο Νύχτες στα «Σκλαβοχώραφα» της Μανωλάδας
Φωτογραφίες Κείμενο, Φωτογραφίες: Αλεξία Τσαγκάρη
Προσπαθούσε πάντα να παραμένει ψύχραιμος και αισιόδοξος. Και σχεδόν
πάντα το κατάφερνε. Ήταν εκείνος που τηλεφώνησε στην αστυνομία, εκείνος
που κάλεσε το ασθενοφόρο. Πάντα εκείνος έβγαινε μπροστά. Πίστευε, ότι ο
φόβος δεν θα τον νικούσε, ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει.
Αλλά απόψε μέσα στο πυκνό σκοτάδι και την απόλυτη σιωπή κάτι μέσα του
έχει αλλάξει. «Φοβάμαι. Η ψυχή μου είναι γεμάτη φόβο. Τη νύχτα είναι
πολύ δύσκολα εδώ. Μακάρι να ήταν μέρα. Μακάρι να ήταν μέρα για το
υπόλοιπο της ζωής μου».
Ήταν απόγευμα της 17ης Απριλίου 2013, όταν ο Λίτον μαζί με
περίπου 160 μετανάστες από το Μπαγκλαντές ετοιμάζονταν για μια συνάντηση
που θα τους άλλαζε τη ζωή. Για αρκετές μέρες αρνούνταν να πάνε στη
δουλειά διεκδικώντας τα δεδουλευμένα μηνών. Ήλπιζαν ότι με αυτόν τον
τρόπο το αφεντικό θα αναγκαζόταν να τους πληρώσει. Δεν θα άφηνε άλλωστε
τις φράουλες να σαπίσουν στα χωράφια. Έκαναν λάθος. «Ήμασταν στις
παράγκες, όταν είδαμε από μακριά τους επιστάτες να φέρνουν άλλους
εργάτες να μαζέψουν τις φράουλες. Θυμώσαμε. Συγκεντρωθήκαμε και πήγαμε
να τους ζητήσουμε το λόγο. Εσύ τι θα έκανες στη θέση μας; Ποιος μπορεί
να δουλεύει σκυμμένος οχτώ ώρες πάνω στις φράουλες χωρίς διάλειμμα,
χωρίς λεφτά; Και πώς μπόρεσαν να προσλάβουν άλλους εργάτες να κάνουν την
δική μας δουλειά;». Τότε ανάμεσα στις φωνές και στις χειρονομίες
ακούστηκε πρώτα καθαρά η απειλή από τον επιστάτη «Φύγετε από εδώ, θα σας
σκοτώσω» και αμέσως μετά μόνο πυροβολισμοί. Δέκα περίπου πυροβολισμοί
έπεσαν και τριανταπέντε μετανάστες σωριάστηκαν στο χώμα τραυματισμένοι
από τα σκάγια.
Απόψε μέσα στην παράγκα από νάιλον λίγα μόλις μέτρα από την Εθνική οδό ο
Λίτον κάθεται στο μισοσκόταδο απέναντι μου. Δεν νοιώθει πια θυμό. Μόνο
απογοήτευση. Τα σημάδια από τα σκάγια είναι ακόμα εμφανή στο πόδι και
στο χέρι του. Εκείνος ήταν τυχερός και έφαγε μόνο δυο σκάγια. Όχι όμως
κι ο Ρεζαούλ και ο Σερχαρούν. Ενενήντα τουλάχιστον μικρές ουλές κοσμούν
το σώμα και το πρόσωπό τους. Έχουν περάσει δεκαπέντε μήνες από το συμβάν
και παρά την αρχική κατακραυγή τίποτα δεν έχει αλλάξει. «Κανείς δεν μας
βοήθησε, κανείς. Μόνο λίγο ρύζι και λίγο αλεύρι μας έφεραν στην αρχή
και μετά τίποτα. Έναν χρόνο τώρα δεν έχω κάνει ούτε ένα μεροκάματο. Δεν
μας παίρνουν για δουλειά, γιατί όλοι οι παραγωγοί στην Μανωλάδα και στην
ευρύτερη περιοχή νομίζουν, ότι αν μας προσλάβουν, θα μπλέξουν. Εδώ κι
ένα χρόνο μας έκοψαν το ρεύμα και το νερό. Ζούμε εδώ μέσα σαν τα ζώα. Ή
μπορεί και χειρότερα».
Η ζέστη και υγρασία σε συνδυασμό με την έντονη μυρωδιά από το βραστό
κοτόπουλο κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι
ακόμα και η παραμικρή κίνηση είναι δύσκολη. Πίσω από το πρόχειρα
φτιαγμένο χώρισμα παρατηρώ τον Μουράντ. Αεικίνητος όπως πάντα ετοιμάζει
το βραδινό φαγητό. Νωρίτερα το απόγευμα ήταν στο σχολείο. Τρεις φορές
την εβδομάδα περπατάει ως τη Βάρδα, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα πιο
μακριά, όπου συμμετέχει σ' ένα πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας
σε αλλοδαπούς. Κάθε τόσο με κοιτάζει και μου χαμογελάει κι εγώ ξέρω,
ότι ένα μόνο πράγμα έχει στο μυαλό του. Την δίκη της Παρασκευής.
Λίγες μόνο βδομάδες πριν η κατηγορία από απόπειρα ανθρωποκτονίας
μετετράπη σε απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Επιπλέον, η
δικογραφία περιλαμβάνει τις καταθέσεις μόνο των 35 θυμάτων που
νοσηλεύτηκαν εξαιτίας των τραυμάτων τους. Οι υπόλοιποι παρόντες στο
συμβάν δεν αναγνωρίζονται ως θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης, αν και από
καθαρή τύχη δεν τραυματίστηκαν. Για αυτούς τους μετανάστες δεν
προβλέπεται καμία απολύτως προστασία. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το
γεγονός, ότι ένας από αυτούς κρατείται σε αστυνομικό τμήμα στην Αθήνα,
δυο βρίσκονται στο κέντρο κράτησης μεταναστών της Κορίνθου κι ένας
απελάθηκε.
Παρά τις όποιες παρατυπίες και παραλείψεις, αυτή η δίκη είναι πολύ
σημαντική για τον Λίτον. «Έφτασε η στιγμή που περίμενα τόσο καιρό. Όποια
κι αν είναι η απόφαση του δικαστηρίου, εγώ θα πρέπει να πάρω μια
απόφαση, για τον εαυτό μου, για τη ζωή μου. Δεν μπορώ να μένω πια εδώ
μέσα. Θα τρελαθώ». Όσο όμως σημαντική είναι η δίκη για τους άμεσα
εμπλεκόμενους, τόσο αδιάφορη είναι για τους κατοίκους της Μανωλάδας και
των γύρω χωριών. Κανείς δεν φαίνεται να θυμάται, ότι την Παρασκευή θα
γίνει η δίκη για ένα συμβάν που στιγμάτισε την περιοχή και ταύτισε τις
φράουλες με το αίμα.
Ο γεωπόνος και μικροπαραγωγός Τάκης Λαινάς μου επισημαίνει, ότι η τον
τελευταίο χρόνο η κατάσταση έχει βελτιωθεί αρκετά. «Το κράτος και η
τοπική αυτοδιοίκηση οφείλουν να βρουν έναν τρόπο νομιμοποίησης των
μεταναστών. Οι φράουλες χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια, τα οποία δεν
μπορούν να καλυφθούν εύκολα, εφόσον οι Έλληνες δεν κάνουν αυτή τη
δουλειά. Οι μετανάστες από το Μπαγκλαντές μας είναι απαραίτητοι. Η
περιοχή στιγματίστηκε από τα περσινά γεγονότα και υπήρξε ζημιά στην
παραγωγή φράουλας, αλλά μόνο προσωρινή. Πώς μπορεί από ένα μεμονωμένο
γεγονός να χαρακτηριστούν όλοι οι ντόπιοι ως ρατσιστές; Ας μην ξεχνάμε
άλλωστε, ότι κι ο νέος δήμαρχός μας είναι μετανάστης».
Ο κ. Ναμπίλ Ιωσήφ Μοράντ είναι γιατρός από την Συρία, μένει 25 χρόνια
στην Ελλάδα και εξελέγη νέος δήμαρχος Ανδραβίδας-Κυλλήνης. Έχει
υποσχεθεί να δώσει ένα τέλος στις άθλιες συνθήκες ζωής των
μεταναστών-εργατών γης συνεργαζόμενος τόσο με τοπικούς όσο και με
κρατικούς φορείς. «Όπου υπάρχουν μετανάστες, υπάρχουν και προβλήματα.
Κάποιες φορές είναι πιο οξυμένα, όπως στα γύρω χωριά. Οι παραγωγοί της
περιοχής τον τελευταίο χρόνο έχουν δραστηριοποιηθεί με αποτέλεσμα να
έχει βελτιωθεί αρκετά η ποιότητα ζωής των μεταναστών». Ο θόρυβος από την
λασποβροχή που πέφτει με δύναμη στο νάιλον με επαναφέρει στο παρόν. Με
δυσκολία αναπνέω ενώ, το δείπνο, βραστό κοτόπουλο με κάρυ, ρύζι και
τσάι, έχει ήδη σερβιριστεί σε τσίγκινα σκεύη και σε πλαστικά κουτάκια
που άλλοτε χρησιμοποιούσαν για την συγκομιδή φράουλας.
Φιγούρες περνάνε από μπροστά μου και χάνονται στο σκοτάδι. Ούτε μπορώ
να διακρίνω πια, ποιος μου μιλάει και πού βρίσκεται ακριβώς. Μόνο μέσα
από ένα σκίσιμο στο θερμοκήπιο βλέπω τον Μουράντ να προσεύχεται υπό το
αχνό φως ενός κεριού σε μια μικρή παράγκα. Κάποιος άλλος αψηφώντας την
βροχή απομακρύνεται από τις παράγκες και χάνεται στα εγκαταλελειμμένα
φραουλοχώραφα. Στον ορίζοντα και πάνω από την παραγκούπολη αχνοφαίνονται
τα φώτα από τα γύρω χωριά. Στο ελάχιστο φως των κεριών είναι δύσκολο να
διακρίνεις την δυστυχία. Κι όμως εδώ μέσα στο σκοτάδι και πίσω από τις
σκιές έχουν στηθεί ολόκληρες ζωές. Δίπλα μου κάθεται ο Λίτον. Τον ρωτάω,
τι θα κάνει, εάν η δίκη αναβληθεί. Μου χαμογελάει και κοιτάζει μακριά.
«Τότε, εγώ θα είμαι ένας νεκρός άνθρωπος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ