Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
του Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδης)
Σελίδες 14-18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο Περικλής βρέθηκε πάλι κοντά στους φίλους του, στη δουλειά του στην Κεντρική
Λαχαναγορά. Κράτησε τις ώρες εργασίας που είχε κι όταν πήγαινε στο γυμνάσιο κι έτσι είχε
ελεύθερη όλη την υπόλοιπη μέρα να κάνει ο, τι θέλει.
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε την πρόταση του καθηγητή Αριστείδη, να δώσει εισαγωγικές στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο φίλος του ο Πέτρος, που τώρα ήταν προϊστάμενος του, τον βοήθησε στο να πάρει την απόφαση αλλά ώσπου να το πετύχει, πέρασαν δυο χρόνια. Ο Περικλής είχε βαρεθεί να πηγαίνει στο σχολείο, ήθελε όμως να γίνει ζωγράφος κι έτσι αυτά τα δυο χρόνια ζωγράφιζε. Όταν συναντούσε δυσκολίες τεχνικής φύσεως κατάφευγε στον Αριστείδη. Η γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει στην πολυκατοικία όπου είχε αγοράσει διαμέρισμα ο μαστρο- Φώτης, είχε μεταβληθεί σε ατελιέ. Εκεί κουβάλησε και τη βιβλιοθήκη της μητέρας του, μέχρι στα ράφια της κουζίνας είχε βιβλία, τόσο στριμωγμένος ήταν παρ’ όλ’ αυτά επέμενε να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο και να διαβάζει με μανία ο, τι είχε σχέση με την Τέχνη...
Τελικά, το αποφάσισε κι έδωσε εισαγωγικές στη Σχολή. Μπήκε ως εξαιρετικό ταλέντο. Η ζωή του δεν άλλαξε, μόνο που αντί να πηγαίνει στο γυμνάσιο μετά τις πρωινές ώρες δουλειάς στη λαχαναγορά, πήγαινε στο πολυτεχνείο.
Ούτε συναισθηματικά άλλαξε η ζωή του, όλ’ αυτά τα χρόνια των σπουδών του, έζησε απομονωμένος κι ανέραστος. Τα κορίτσια στη φτωχογειτονιά που ζούσε ή στη Σχολή, εντυπωσιάζονταν από την εμφάνιση του και τον πλησίαζαν προσπαθώντας να κερδίσουν τη συμπάθεια του. Απογοητεύονταν γρήγορα όμως γιατί διαπίστωναν πως δεν ήταν σαν τους άλλους. Μονόχνωτος, υπερφίαλος, εύθικτος που είχε αίσθηση του χιούμορ αλλά όταν αυτό αφορούσε άλλους όχι τον εαυτό του. Ήταν σαρκαστικός κι έτσι οι γυναίκες ένιωθαν δυσάρεστα. Κάποιες τον εύρισκαν γοητευτικό στη συντροφιά αλλά η πολυμάθεια και η ευφυϊα του τις προξενούσε σύμπλεγμα κατωτερότητας και δεν προχωρούσαν σε κάποιο δεσμό.
Ο ίδιος, δεν έτρεξε ποτέ πίσω από κάποια αν και υπήρξαν πολλές που τον είχαν συγκινήσει και μερικές φορές συγκλονίσει. Παρίστανε τον αδιάφορο κι απαιτούσε να τον πλησιάζουν εκείνες κι όταν αυτό γινόταν, στην προσπάθεια του να τις εντυπωσιάσει τις έδιωχνε...
Ήταν στην προσωπική του ζωή απρόσιτος για τους πολλούς. Κανένας απ’ όσους βρίσκονταν κοντά του όλ’ αυτά τα χρόνια, εκτός από τα μέλη της οικογένειας του Πέτρου, που γνώριζαν κάποια πράγματα, δεν είχε γνωρίσει γονείς ή συγγενείς του. Ουσιαστικά ζούσε δυο τρόπους ζωής. Έμοιαζε να είχε έρθει από το πουθενά και φρόντιζε να δίνει αυτή την εντύπωση. Όσοι έμεναν στη γειτονιά του ή δούλευαν μαζί του, έβλεπαν πως ο νέος αυτός δεν ανήκει στην τάξη τους.
Αυτά στη γειτονιά του αλλά στο κέντρο της πόλης, στους συμφοιτητές του κι όσους γνώριζε εκεί, έδινε την εντύπωση αστού που δεν πολυκαταδεχόταν να συγχρωτίζεται και πολύ μαζί τους. Ήταν πάντα άψογα ντυμένος και πάντα στη μόδα, όχι βέβαια στις εξωφρενικές της εκφάνσεις. Εκείνο που μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ήταν ότι τα υλικά της αμφίεσης του δεν ήσαν ακριβά. Και δεν μπορούσαν να είναι μια κι ο Περικλής έκανε οικονομία για να μην ξοδέψει το κεφάλαιο του. Σε σχετική παρατήρηση που του έκανε κάποιος, έδωσε μια λογική απάντηση, λέγοντας πως η μόδα αλλάζει πολύ γρήγορα και δεν αξίζει να ξοδεύει κάποιος για κάτι που δε θα φορέσει του χρόνου...
Εξακολουθούσε να έχει καλές σχέσεις με το δάσκαλο του, τον Αριστείδη και την κυρία Σοφία. Μάλιστα όλ’ αυτά τα χρόνια των σπουδών του, ένιωθε μέλος της οικογένειας μια και βρισκόταν συχνά στο σπίτι τους.
Οι άλλοι δικοί του άνθρωποι, ήσαν η οικογένεια του Πέτρου και του συμβολαιογράφου. Αυτός ο τελευταίος ήταν ο κρίκος που τον σύνδεε ακόμα με τον πατέρα του, ο οποίος είχε παραιτηθεί από το δικαστικό σώμα και δικηγορούσε με μεγάλη επιτυχία. Τώρα έκανε ο, τι είχε αρνηθεί ως δικαστής. Κέρδιζε χρήματα, είχε αποχτήσει φήμη κι άρχισε να ζει μ’ έναν καινούργιο
Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε την πρόταση του καθηγητή Αριστείδη, να δώσει εισαγωγικές στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο φίλος του ο Πέτρος, που τώρα ήταν προϊστάμενος του, τον βοήθησε στο να πάρει την απόφαση αλλά ώσπου να το πετύχει, πέρασαν δυο χρόνια. Ο Περικλής είχε βαρεθεί να πηγαίνει στο σχολείο, ήθελε όμως να γίνει ζωγράφος κι έτσι αυτά τα δυο χρόνια ζωγράφιζε. Όταν συναντούσε δυσκολίες τεχνικής φύσεως κατάφευγε στον Αριστείδη. Η γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει στην πολυκατοικία όπου είχε αγοράσει διαμέρισμα ο μαστρο- Φώτης, είχε μεταβληθεί σε ατελιέ. Εκεί κουβάλησε και τη βιβλιοθήκη της μητέρας του, μέχρι στα ράφια της κουζίνας είχε βιβλία, τόσο στριμωγμένος ήταν παρ’ όλ’ αυτά επέμενε να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο και να διαβάζει με μανία ο, τι είχε σχέση με την Τέχνη...
Τελικά, το αποφάσισε κι έδωσε εισαγωγικές στη Σχολή. Μπήκε ως εξαιρετικό ταλέντο. Η ζωή του δεν άλλαξε, μόνο που αντί να πηγαίνει στο γυμνάσιο μετά τις πρωινές ώρες δουλειάς στη λαχαναγορά, πήγαινε στο πολυτεχνείο.
Ούτε συναισθηματικά άλλαξε η ζωή του, όλ’ αυτά τα χρόνια των σπουδών του, έζησε απομονωμένος κι ανέραστος. Τα κορίτσια στη φτωχογειτονιά που ζούσε ή στη Σχολή, εντυπωσιάζονταν από την εμφάνιση του και τον πλησίαζαν προσπαθώντας να κερδίσουν τη συμπάθεια του. Απογοητεύονταν γρήγορα όμως γιατί διαπίστωναν πως δεν ήταν σαν τους άλλους. Μονόχνωτος, υπερφίαλος, εύθικτος που είχε αίσθηση του χιούμορ αλλά όταν αυτό αφορούσε άλλους όχι τον εαυτό του. Ήταν σαρκαστικός κι έτσι οι γυναίκες ένιωθαν δυσάρεστα. Κάποιες τον εύρισκαν γοητευτικό στη συντροφιά αλλά η πολυμάθεια και η ευφυϊα του τις προξενούσε σύμπλεγμα κατωτερότητας και δεν προχωρούσαν σε κάποιο δεσμό.
Ο ίδιος, δεν έτρεξε ποτέ πίσω από κάποια αν και υπήρξαν πολλές που τον είχαν συγκινήσει και μερικές φορές συγκλονίσει. Παρίστανε τον αδιάφορο κι απαιτούσε να τον πλησιάζουν εκείνες κι όταν αυτό γινόταν, στην προσπάθεια του να τις εντυπωσιάσει τις έδιωχνε...
Ήταν στην προσωπική του ζωή απρόσιτος για τους πολλούς. Κανένας απ’ όσους βρίσκονταν κοντά του όλ’ αυτά τα χρόνια, εκτός από τα μέλη της οικογένειας του Πέτρου, που γνώριζαν κάποια πράγματα, δεν είχε γνωρίσει γονείς ή συγγενείς του. Ουσιαστικά ζούσε δυο τρόπους ζωής. Έμοιαζε να είχε έρθει από το πουθενά και φρόντιζε να δίνει αυτή την εντύπωση. Όσοι έμεναν στη γειτονιά του ή δούλευαν μαζί του, έβλεπαν πως ο νέος αυτός δεν ανήκει στην τάξη τους.
Αυτά στη γειτονιά του αλλά στο κέντρο της πόλης, στους συμφοιτητές του κι όσους γνώριζε εκεί, έδινε την εντύπωση αστού που δεν πολυκαταδεχόταν να συγχρωτίζεται και πολύ μαζί τους. Ήταν πάντα άψογα ντυμένος και πάντα στη μόδα, όχι βέβαια στις εξωφρενικές της εκφάνσεις. Εκείνο που μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ήταν ότι τα υλικά της αμφίεσης του δεν ήσαν ακριβά. Και δεν μπορούσαν να είναι μια κι ο Περικλής έκανε οικονομία για να μην ξοδέψει το κεφάλαιο του. Σε σχετική παρατήρηση που του έκανε κάποιος, έδωσε μια λογική απάντηση, λέγοντας πως η μόδα αλλάζει πολύ γρήγορα και δεν αξίζει να ξοδεύει κάποιος για κάτι που δε θα φορέσει του χρόνου...
Εξακολουθούσε να έχει καλές σχέσεις με το δάσκαλο του, τον Αριστείδη και την κυρία Σοφία. Μάλιστα όλ’ αυτά τα χρόνια των σπουδών του, ένιωθε μέλος της οικογένειας μια και βρισκόταν συχνά στο σπίτι τους.
Οι άλλοι δικοί του άνθρωποι, ήσαν η οικογένεια του Πέτρου και του συμβολαιογράφου. Αυτός ο τελευταίος ήταν ο κρίκος που τον σύνδεε ακόμα με τον πατέρα του, ο οποίος είχε παραιτηθεί από το δικαστικό σώμα και δικηγορούσε με μεγάλη επιτυχία. Τώρα έκανε ο, τι είχε αρνηθεί ως δικαστής. Κέρδιζε χρήματα, είχε αποχτήσει φήμη κι άρχισε να ζει μ’ έναν καινούργιο
14
τρόπο ζωής, να πίνει να χαρτοπαίζει και φυσικά να έχει σχέσεις με γυναίκες αλλά σ’ αυτό
εξακολουθούσε να είναι προσεχτικός. Υπήρχε η διάχυτη εντύπωση πως η νεκρή γυναίκα του
επηρέαζε ακόμα τη ζωή του, όλα έδειχναν πως την είχε αγαπήσει βαθιά, αν και δεν της το έδειξε
ποτέ.
Οι σχέσεις του πρώην δικαστή με το γιο του, δεν εξομαλύνθηκαν. Όταν κάποιος φίλος παρατήρησε πως ο γιος του είναι σκληρός και πεισματάρης γιατί τόσα χρόνια δεν ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του, εκείνος αντέδρασε λέγοντας: «Ο γιος μου είμαι εγώ και ίσως καλύτερος γιατί πήρε κι από τη μητέρα του...», είπε και δε δέχτηκε παραπέρα συζήτηση....
Ο Περικλής ένιωθε για τον πατέρα του, πάντα μεγάλο θαυμασμό αν και με τα χρόνια αυτός είχε κάπως ξεθωριάσει αλλά εξακολουθούσε και να τον μισεί για τη συμπεριφορά του απέναντι στη μητέρα του...
... Ήταν στο τρίτο έτος των σπουδών του όταν στη χώρα έγινε πραξικόπημα από μια ομάδα αξιωματικών. Δυο μήνες αργότερα ο Περικλής σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάνει, δεν μπορούσε να δεχτεί έτσι απλά την επιβολή δικτατορίας. Δυο φίλοι συμφοιτητές από το πολυτεχνείο, του ανακοίνωσαν πως είχαν την πρόθεση να συνδεθούν με μια αντιστασιακή ομάδα, που όπως πίστευαν την είχε οργανώσει ο ιδρυτής της αριστερής νεολαιίστικης οργάνωσης που κυριαρχούσε στις κινητοποιήσεις της Αριστεράς πριν το πραξικόπημα. Ο ένας μάλιστα ήταν ήδη θύμα καθώς είχε δεχτεί το πρωί της πρώτης μέρας του πραξικοπήματος μια αδέσποτη σφαίρα που του έκοψε, ένα μικρό, ευτυχώς, κομμάτι του αφτιού.
Ο Περικλής πήρε πρόθυμα μέρος αλλά δεν πρόλαβε να δράσει. Μια βδομάδα αργότερα ο ένας από τους φίλους πιάστηκε από την αστυνομία, ομολόγησε-δεν ήξερε και πολλά να πει- ανάφερε και το όνομα του Περικλή που βρέθηκε κρατούμενος. Το τίμημα ήταν μερικοί μώλωπες από το ξύλο της πρώτης μέρας.
Όταν μερικές μέρες αργότερα τον άφησαν ελεύθερο δεν απόρησε. Δεν είχαν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, δεν είχε κάνει τίποτα. Φυσικά δεν τον άφησαν γιατί δεν είχαν στοιχεία- αυτά μπορούσαν να τα κατασκευάσουν-αλλά γιατί φρόντισε ο πατέρας του που έμαθε την κράτηση του. Αν και δεν ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε να παρακαλέσει, όταν έμαθε για το γιο του, πήγε και κατάφερε να συναντήσει το διορισμένο από τους πραξικοπηματίες πρωθυπουργό που ήταν παλιός συνάδελφος στο δικαστικό σώμα και κάποια περίοδο και φίλος.
Βέβαια ο Περικλής δε φαντάστηκε, ούτε του πέρασε από το μυαλό, πως σ’ αυτή την ιστορία είχε ανακατευτεί ο πατέρας του...
... Ξαφνικά με αφορμή μια νέα απασχόληση του, ο Περικλής άλλαξε ζωή αν και δεν έφυγε από την παλιά γειτονιά κοντά στη λαχαναγορά. Έπαψε να είναι αχθοφόρος κι έγινε γραφίστας κάτι που ταίριαζε με την ιδιότητα που του παρείχαν οι σπουδές του. Ένας συμφοιτητής του στη Σχολή, τον σύστησε σ’ ένα διαφημιστικό γραφείο. Ήταν μια νέα εμπειρία και είχε αρκετή σχέση με τη ζωγραφική. Ήταν υποχρεωμένος εδώ, να στριμώχνει την έμπνευση, δεν την άφηνε να του «έρθει» όποτε εκείνη ήθελε. Διαπίστωσε έτσι, πως εκτός από το θαυμάσιο σχέδιο, που έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστό στους δασκάλους και τους συμφοιτητές, πως είχε επίσης μια καταπληκτική ευχέρεια να κατεβάζει ιδέες σχετικά με τη διαφήμιση. Άρχισε λοιπόν να κερδίζει χρήματα και περισσότερα και τουλάχιστον πιο ξεκούραστα, σωματικά...
Μόλις είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα του χρόνια και ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας. Αδρά κανονικά χαρακτηριστικά και σώμα γυμνασμένο όχι στα γυμναστήρια αλλά δουλεύοντας.
Τελειώνοντας τη Σχολή, πήρε υποτροφία για το Παρίσι αλλά την αρνήθηκε. Η δικαιολογία στο δάσκαλο του και σ’ όσους τον ρωτούσαν γιατί, ήταν πως είχε διαβάσει τελευταία ένα βιβλίο συνονόματου του λογοτέχνη που είχε αυτοκτονίσει στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα μπαίνοντας στη θάλασσα καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο στεφανωμένος με λουλούδια. Ο ποιητής φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφο του.
Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, τον εντυπωσίασε. Επιτέλους είχε βρει κάτι που τον βοηθούσε στην αισθητική του επιλογή. Μπορεί να μην ασπαζόταν όλες τις απόψεις, είχαν
Οι σχέσεις του πρώην δικαστή με το γιο του, δεν εξομαλύνθηκαν. Όταν κάποιος φίλος παρατήρησε πως ο γιος του είναι σκληρός και πεισματάρης γιατί τόσα χρόνια δεν ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του, εκείνος αντέδρασε λέγοντας: «Ο γιος μου είμαι εγώ και ίσως καλύτερος γιατί πήρε κι από τη μητέρα του...», είπε και δε δέχτηκε παραπέρα συζήτηση....
Ο Περικλής ένιωθε για τον πατέρα του, πάντα μεγάλο θαυμασμό αν και με τα χρόνια αυτός είχε κάπως ξεθωριάσει αλλά εξακολουθούσε και να τον μισεί για τη συμπεριφορά του απέναντι στη μητέρα του...
... Ήταν στο τρίτο έτος των σπουδών του όταν στη χώρα έγινε πραξικόπημα από μια ομάδα αξιωματικών. Δυο μήνες αργότερα ο Περικλής σκέφτηκε πως κάτι έπρεπε να κάνει, δεν μπορούσε να δεχτεί έτσι απλά την επιβολή δικτατορίας. Δυο φίλοι συμφοιτητές από το πολυτεχνείο, του ανακοίνωσαν πως είχαν την πρόθεση να συνδεθούν με μια αντιστασιακή ομάδα, που όπως πίστευαν την είχε οργανώσει ο ιδρυτής της αριστερής νεολαιίστικης οργάνωσης που κυριαρχούσε στις κινητοποιήσεις της Αριστεράς πριν το πραξικόπημα. Ο ένας μάλιστα ήταν ήδη θύμα καθώς είχε δεχτεί το πρωί της πρώτης μέρας του πραξικοπήματος μια αδέσποτη σφαίρα που του έκοψε, ένα μικρό, ευτυχώς, κομμάτι του αφτιού.
Ο Περικλής πήρε πρόθυμα μέρος αλλά δεν πρόλαβε να δράσει. Μια βδομάδα αργότερα ο ένας από τους φίλους πιάστηκε από την αστυνομία, ομολόγησε-δεν ήξερε και πολλά να πει- ανάφερε και το όνομα του Περικλή που βρέθηκε κρατούμενος. Το τίμημα ήταν μερικοί μώλωπες από το ξύλο της πρώτης μέρας.
Όταν μερικές μέρες αργότερα τον άφησαν ελεύθερο δεν απόρησε. Δεν είχαν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, δεν είχε κάνει τίποτα. Φυσικά δεν τον άφησαν γιατί δεν είχαν στοιχεία- αυτά μπορούσαν να τα κατασκευάσουν-αλλά γιατί φρόντισε ο πατέρας του που έμαθε την κράτηση του. Αν και δεν ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε να παρακαλέσει, όταν έμαθε για το γιο του, πήγε και κατάφερε να συναντήσει το διορισμένο από τους πραξικοπηματίες πρωθυπουργό που ήταν παλιός συνάδελφος στο δικαστικό σώμα και κάποια περίοδο και φίλος.
Βέβαια ο Περικλής δε φαντάστηκε, ούτε του πέρασε από το μυαλό, πως σ’ αυτή την ιστορία είχε ανακατευτεί ο πατέρας του...
... Ξαφνικά με αφορμή μια νέα απασχόληση του, ο Περικλής άλλαξε ζωή αν και δεν έφυγε από την παλιά γειτονιά κοντά στη λαχαναγορά. Έπαψε να είναι αχθοφόρος κι έγινε γραφίστας κάτι που ταίριαζε με την ιδιότητα που του παρείχαν οι σπουδές του. Ένας συμφοιτητής του στη Σχολή, τον σύστησε σ’ ένα διαφημιστικό γραφείο. Ήταν μια νέα εμπειρία και είχε αρκετή σχέση με τη ζωγραφική. Ήταν υποχρεωμένος εδώ, να στριμώχνει την έμπνευση, δεν την άφηνε να του «έρθει» όποτε εκείνη ήθελε. Διαπίστωσε έτσι, πως εκτός από το θαυμάσιο σχέδιο, που έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστό στους δασκάλους και τους συμφοιτητές, πως είχε επίσης μια καταπληκτική ευχέρεια να κατεβάζει ιδέες σχετικά με τη διαφήμιση. Άρχισε λοιπόν να κερδίζει χρήματα και περισσότερα και τουλάχιστον πιο ξεκούραστα, σωματικά...
Μόλις είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα του χρόνια και ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας. Αδρά κανονικά χαρακτηριστικά και σώμα γυμνασμένο όχι στα γυμναστήρια αλλά δουλεύοντας.
Τελειώνοντας τη Σχολή, πήρε υποτροφία για το Παρίσι αλλά την αρνήθηκε. Η δικαιολογία στο δάσκαλο του και σ’ όσους τον ρωτούσαν γιατί, ήταν πως είχε διαβάσει τελευταία ένα βιβλίο συνονόματου του λογοτέχνη που είχε αυτοκτονίσει στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα μπαίνοντας στη θάλασσα καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο στεφανωμένος με λουλούδια. Ο ποιητής φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφο του.
Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, τον εντυπωσίασε. Επιτέλους είχε βρει κάτι που τον βοηθούσε στην αισθητική του επιλογή. Μπορεί να μην ασπαζόταν όλες τις απόψεις, είχαν
15
περάσει τόσα χρόνια από τότε, αλλά πολλά από αυτά που διάβαζε ζέσταιναν την καρδιά του...
Ό Περικλής δεν ακολούθησε καμιά από τις τεχνοτροπίες των δασκάλων του, έψαχνε για νέους δρόμους, με υπερβολές φτάνοντας σε ακρότητες, η εποχή ήταν τέτοια που ο κάθε
καλλιτέχνης επέμενε να ιδρύσει δική του σχολή.
Πριν τρία χρόνια είχε γίνει μια έκθεση γλυπτικής στην πρωτεύουσα με έργα σύγχρονων
ευρωπαίων καλλιτεχνών που η προσπάθεια τους να κάνουν πρωτότυπες προτάσεις και να δημιουργήσουν δικούς τους δρόμους, τον είχε επηρεάσει. Η επιβολή της δικτατορίας τον έκανε ν’ αναθεωρήσει τις θέσεις του αυτόχειρα συνονόματου του. Αν και το βιβλίο εκείνο μιλούσε για αισθητική υπερεθνικής αντίληψης ήταν βέβαιο πως ταίριαζε αρκετά με τις αντιλήψεις των συνταγματαρχών και στο χώρο της Τέχνης. Οι μετέπειτα εξάρσεις, υποτιθέμενων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων «υπό την αιγίδα» τους τον έκαναν να ξεκόψει εντελώς από τέτοιες απόψεις...
Συνέχισε για λίγο τη δουλειά στο διαφημιστικό γραφείο του κυρίου Πανταζή που καθώς ήταν δεξιός, το πραξικόπημα τον είχε βολέψει. Είχε πάρει, με τη βοήθεια φίλων του αξιωματικών μεγάλες δουλειές και κέρδιζε πολλά. Εκτιμώντας τις ικανότητες του Περικλή, του πρότεινε να του πάρει αναβολή από το στρατό, μέχρι και να τον απαλλάξει εντελώς από τη θητεία. Ο νέος αρνήθηκε γιατί κατάλαβε τις επιδιώξεις του επιχειρηματία να τον κάνει υποχείριο του.
Μια και αρνήθηκε αυτή την εκδούλευση του εργοδότη του και αφού δεν είχε δεχτεί την υποτροφία έπρεπε να πάει στρατιώτης κι αυτό έκανε...
... Μετά τη βασική εκπαίδευση, μετατέθηκε στα σύνορα και ύστερα από δυο χρόνια απολύθηκε χωρίς να πάρει ούτε μια μέρα άδεια, πήρε την κανονική του φεύγοντας ένα μήνα νωρίτερα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα δε ζωγράφισε, ούτε καν ασχολήθηκε με το σχέδιο λες και του είχε φύγει η ικανότητα... Ήταν ένας στρατιώτης, πρόθυμος να κάνει ο, τι του ανάθεταν και το μόνο που έκανε στις ελεύθερες ώρες ήταν να διαβάζει βιβλία που αφορούσαν την Τέχνη, ήσαν και τα μόνα που δε λογοκρίνονταν. Έγραφε γράμματα στο δάσκαλο του τον Αριστείδη, συζητώντας, μέσω αυτών, μαζί του ζητήματα πάλι Τέχνης και που και που έγραφε και στον Πέτρο...
... Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, ήταν στα μέσα του Νοέμβρη, ντυμένος με τη στολή γιατί όσο υπηρετούσε δεν είχε φορέσει πολιτικά, πήγε στο σπίτι του δάσκαλου του. Η κυρία Σοφία τον υποδέχτηκε με δάκρυα σα να ήταν ο γιος της. Έτσι οι πρώτες μέρες της απόλυσης του, φιλοξενούμενος τους, πέρασαν ευχάριστα. Άργησε να πάει στο δικό του σπίτι χρειαζόταν ένα μικρό διάστημα προσαρμογής και με το δάσκαλο και τη γυναίκα του ξαναμπήκε στη ζωή του πολίτη.
Η πολιτική κατάσταση για τον Περικλή ήταν αυτή που είχε εισπράξει, αυτά τα δυο χρόνια, από τον στρατιωτικό περίγυρο. Δηλαδή μια απόλυτη βεβαιότητα για την εδραίωση της δικτατορίας. Εδώ όμως άκουσε πως παρ’ όλο που αυτό κατά κάποιο τρόπο ήταν αλήθεια, είχαν αρχίσει κάποιες ρωγμές. Τα μέτρα όμως εξακολουθούσαν να είναι σκληρά και συχνά συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν, από τη στρατιωτική αστυνομία, αντιστασιακοί.
Ο δάσκαλος του, εξακολουθούσε να ζει μια ήσυχη ζωή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η ζωγραφική του και η αγαπημένη του γυναίκα. Πραγματικά ο Αριστείδης και η Σοφία ήσαν ένα απίστευτα αγαπημένο ζευγάρι. Ο ένας ζούσε για τον άλλο! Όταν ο ζωγράφος δούλευε στημένος μπροστά στο καβαλέτο η συμβία του, πλάι, έπλεκε, κεντούσε, του διάβαζε-ο δάσκαλος ήταν ακουστικός τύπος-ή συζητούσαν. Στο δρόμο κρατούσε ο ένας τον άλλο από το χέρι και το θέαμα δεν ήταν, από αισθητικής πλευράς, ταιριαστό. Η κυρία Σοφία τον περνούσε, στο ύψος, ένα κεφάλι! Αυτή η αγάπη τους, είχε εντυπωσιάσει τον Περικλή που έλεγε:
---- Κυρία Σοφία νομίζω, είστε η γυναίκα που μου ταίριαζε, φαίνεται όμως πως άργησα να γεννηθώ κι ο δάσκαλος μου ήταν ο τυχερός...
---- Μη στεναχωριέσαι ψυχή μου, είσαι πολύ νέος ακόμα θα βρεθεί η γυναίκα που σου ταιριάζει, αλλά πρέπει και συ να προσπαθήσεις, μην περιμένεις από την τύχη, τον καθησύχαζε
Ό Περικλής δεν ακολούθησε καμιά από τις τεχνοτροπίες των δασκάλων του, έψαχνε για νέους δρόμους, με υπερβολές φτάνοντας σε ακρότητες, η εποχή ήταν τέτοια που ο κάθε
καλλιτέχνης επέμενε να ιδρύσει δική του σχολή.
Πριν τρία χρόνια είχε γίνει μια έκθεση γλυπτικής στην πρωτεύουσα με έργα σύγχρονων
ευρωπαίων καλλιτεχνών που η προσπάθεια τους να κάνουν πρωτότυπες προτάσεις και να δημιουργήσουν δικούς τους δρόμους, τον είχε επηρεάσει. Η επιβολή της δικτατορίας τον έκανε ν’ αναθεωρήσει τις θέσεις του αυτόχειρα συνονόματου του. Αν και το βιβλίο εκείνο μιλούσε για αισθητική υπερεθνικής αντίληψης ήταν βέβαιο πως ταίριαζε αρκετά με τις αντιλήψεις των συνταγματαρχών και στο χώρο της Τέχνης. Οι μετέπειτα εξάρσεις, υποτιθέμενων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων «υπό την αιγίδα» τους τον έκαναν να ξεκόψει εντελώς από τέτοιες απόψεις...
Συνέχισε για λίγο τη δουλειά στο διαφημιστικό γραφείο του κυρίου Πανταζή που καθώς ήταν δεξιός, το πραξικόπημα τον είχε βολέψει. Είχε πάρει, με τη βοήθεια φίλων του αξιωματικών μεγάλες δουλειές και κέρδιζε πολλά. Εκτιμώντας τις ικανότητες του Περικλή, του πρότεινε να του πάρει αναβολή από το στρατό, μέχρι και να τον απαλλάξει εντελώς από τη θητεία. Ο νέος αρνήθηκε γιατί κατάλαβε τις επιδιώξεις του επιχειρηματία να τον κάνει υποχείριο του.
Μια και αρνήθηκε αυτή την εκδούλευση του εργοδότη του και αφού δεν είχε δεχτεί την υποτροφία έπρεπε να πάει στρατιώτης κι αυτό έκανε...
... Μετά τη βασική εκπαίδευση, μετατέθηκε στα σύνορα και ύστερα από δυο χρόνια απολύθηκε χωρίς να πάρει ούτε μια μέρα άδεια, πήρε την κανονική του φεύγοντας ένα μήνα νωρίτερα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα δε ζωγράφισε, ούτε καν ασχολήθηκε με το σχέδιο λες και του είχε φύγει η ικανότητα... Ήταν ένας στρατιώτης, πρόθυμος να κάνει ο, τι του ανάθεταν και το μόνο που έκανε στις ελεύθερες ώρες ήταν να διαβάζει βιβλία που αφορούσαν την Τέχνη, ήσαν και τα μόνα που δε λογοκρίνονταν. Έγραφε γράμματα στο δάσκαλο του τον Αριστείδη, συζητώντας, μέσω αυτών, μαζί του ζητήματα πάλι Τέχνης και που και που έγραφε και στον Πέτρο...
... Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, ήταν στα μέσα του Νοέμβρη, ντυμένος με τη στολή γιατί όσο υπηρετούσε δεν είχε φορέσει πολιτικά, πήγε στο σπίτι του δάσκαλου του. Η κυρία Σοφία τον υποδέχτηκε με δάκρυα σα να ήταν ο γιος της. Έτσι οι πρώτες μέρες της απόλυσης του, φιλοξενούμενος τους, πέρασαν ευχάριστα. Άργησε να πάει στο δικό του σπίτι χρειαζόταν ένα μικρό διάστημα προσαρμογής και με το δάσκαλο και τη γυναίκα του ξαναμπήκε στη ζωή του πολίτη.
Η πολιτική κατάσταση για τον Περικλή ήταν αυτή που είχε εισπράξει, αυτά τα δυο χρόνια, από τον στρατιωτικό περίγυρο. Δηλαδή μια απόλυτη βεβαιότητα για την εδραίωση της δικτατορίας. Εδώ όμως άκουσε πως παρ’ όλο που αυτό κατά κάποιο τρόπο ήταν αλήθεια, είχαν αρχίσει κάποιες ρωγμές. Τα μέτρα όμως εξακολουθούσαν να είναι σκληρά και συχνά συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν, από τη στρατιωτική αστυνομία, αντιστασιακοί.
Ο δάσκαλος του, εξακολουθούσε να ζει μια ήσυχη ζωή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η ζωγραφική του και η αγαπημένη του γυναίκα. Πραγματικά ο Αριστείδης και η Σοφία ήσαν ένα απίστευτα αγαπημένο ζευγάρι. Ο ένας ζούσε για τον άλλο! Όταν ο ζωγράφος δούλευε στημένος μπροστά στο καβαλέτο η συμβία του, πλάι, έπλεκε, κεντούσε, του διάβαζε-ο δάσκαλος ήταν ακουστικός τύπος-ή συζητούσαν. Στο δρόμο κρατούσε ο ένας τον άλλο από το χέρι και το θέαμα δεν ήταν, από αισθητικής πλευράς, ταιριαστό. Η κυρία Σοφία τον περνούσε, στο ύψος, ένα κεφάλι! Αυτή η αγάπη τους, είχε εντυπωσιάσει τον Περικλή που έλεγε:
---- Κυρία Σοφία νομίζω, είστε η γυναίκα που μου ταίριαζε, φαίνεται όμως πως άργησα να γεννηθώ κι ο δάσκαλος μου ήταν ο τυχερός...
---- Μη στεναχωριέσαι ψυχή μου, είσαι πολύ νέος ακόμα θα βρεθεί η γυναίκα που σου ταιριάζει, αλλά πρέπει και συ να προσπαθήσεις, μην περιμένεις από την τύχη, τον καθησύχαζε
16
και τον συμβούλευε εκείνη.
Ο Περικλής επισκέφθηκε, τυπικά το διαφημιστικό γραφείο που δούλευε άλλοτε, γιατί δεν
είχε ακόμα αποφασίσει για το τι θα έκανε, αν και ήταν απαραίτητο ν’ αρχίσει να κερδίζει τη ζωή του.
Είχαν αλλάξει αρκετά πράγματα εκεί και προπαντός πρόσωπα. Ο χώρος υποδοχής των πελατών ήταν επιπλωμένος πολύ μοντέρνα-τρία χρόνια με τη δικτατορία στην εξουσία κι ο Πανταζής είχε βολευτεί μια χαρά-δυο κοπέλες, μια καστανή ασκημούλα και μια μικρότερη της, συμπαθητική και «αλανιάρα» με την καλή έννοια, η πρώτη καθιστή σ’ ένα μακρύ γραφείο με τηλεφωνικές συσκευές και φακέλους και η άλλη γερμένη κοντά της ν’ ακουμπάει στο γραφείο με τουρλωμένο έναν εντυπωσιακό πισινό γύρισαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένες.
Στο γραφείο ο Πανταζής, δεν τον κράτησε πολύ.
---- Όπως βλέπεις, εδώ έχουν αλλάξει πολλά, κάθισε, τι να σου παραγγείλω;...ή καλύτερα μην καθίσεις, πάμε να σου δείξω τις αλλαγές.
Τον ξαναγκάλιασε από τους ώμους και βγήκαν από το γραφείο. Πήγαν πρώτα στο χώρο όπου ήταν άλλοτε εγκαταστημένος ο Περικλής. Κι εδώ όλα είχαν αλλάξει, στο μεγάλο χώρο υπήρχαν δυο σχεδιαστήρια υπερσύγχρονα κι ένα γραφείο. Δυο νέα παιδιά, μια κοπέλα κι ένας νεαρός δούλευαν σ’ αυτά.
Ο Πανταζής τους παρουσίασε με το γνωστό του τρόπο που ήταν κάτι μεταξύ οικειότητας αλλά και ύφους που δεν επέτρεπε πολύ θάρρος.
---- Η Αννούλα μας, είπε και χάιδεψε την κοπέλα στα μαλλιά. Έχει τελειώσει γραφικές τέχνες στου...και είπε το όνομα μιας ιδιωτικής σχολής. Ο Νικολάκης μας, είναι σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών, στη χαρακτική, πολύ καλό χέρι.
Ο Περικλής χαμογέλασε στα δυο παιδιά κι ο Πανταζής άνοιξε τη θύρα του δωματίου όπου υπήρχε το παλιό σχεδιαστήριο.
---- Να και το παλιό σου στέκι το θυμάσαι; Το αφήσαμε όπως ήταν σε περίπτωση που θα χρειαστεί να δουλέψει και κάποιος άλλος. Πήραμε καινούργια σχεδιαστήρια, μοντέρνα για να μπορούν τα παιδιά να κάνουν καλή δουλειά.
---- Την καλή δουλειά δεν την κάνουν τα σχεδιαστήρια αλλά οι καλοί σχεδιαστές, είπε ο Περικλής.
---- Σωστά, σωστά φίλε μου, πάντα ακριβολόγος, είπε ο διαφημιστής. Ύστερα γύρισε στα παιδιά
Ο Περικλής επισκέφθηκε, τυπικά το διαφημιστικό γραφείο που δούλευε άλλοτε, γιατί δεν
είχε ακόμα αποφασίσει για το τι θα έκανε, αν και ήταν απαραίτητο ν’ αρχίσει να κερδίζει τη ζωή του.
Είχαν αλλάξει αρκετά πράγματα εκεί και προπαντός πρόσωπα. Ο χώρος υποδοχής των πελατών ήταν επιπλωμένος πολύ μοντέρνα-τρία χρόνια με τη δικτατορία στην εξουσία κι ο Πανταζής είχε βολευτεί μια χαρά-δυο κοπέλες, μια καστανή ασκημούλα και μια μικρότερη της, συμπαθητική και «αλανιάρα» με την καλή έννοια, η πρώτη καθιστή σ’ ένα μακρύ γραφείο με τηλεφωνικές συσκευές και φακέλους και η άλλη γερμένη κοντά της ν’ ακουμπάει στο γραφείο με τουρλωμένο έναν εντυπωσιακό πισινό γύρισαν και τον κοίταξαν ξαφνιασμένες.
-
---- Συγγνώμη, αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή..., είπε ο Περικλής.
Η «αλανιάρα» σηκώθηκε και πήρε μια «ευπρεπή» στάση και η άλλη τον ρώτησε τι θέλει.
-
---- Τον κύριο Πανταζή.
-
---- Μάλιστα, το όνομα σας;
Είπε τ’ όνομα του και η κοπέλα σήκωσε το ακουστικό και πάτησε ένα κουμπί σε μια συσκευή.
---- Κύριε διευθυντά, θέλει να σας δει ο κύριος Περικλής...
Δεν πρόλαβε να τελειώσει, έβαλε το ακουστικό στη θέση του, κοίταξε περίεργα το νέο και
είπε:
---- Περάστε σας περιμένει...
Πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα ο Περικλής, άνοιξε απότομα η θύρα του διευθυντή κι εμφανίστηκε ο Πανταζής πάντα οστεώδης, παρά την κάποια ηλικία του κομψός μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
---- Α, φίλε μου, επιτέλους...
Πλησίασε το νέο, του έδωσε το χέρι και αγκαλιάζοντας τον από τους ώμους τον παράσυρε προς το γραφείο του κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
Στο γραφείο ο Πανταζής, δεν τον κράτησε πολύ.
---- Όπως βλέπεις, εδώ έχουν αλλάξει πολλά, κάθισε, τι να σου παραγγείλω;...ή καλύτερα μην καθίσεις, πάμε να σου δείξω τις αλλαγές.
Τον ξαναγκάλιασε από τους ώμους και βγήκαν από το γραφείο. Πήγαν πρώτα στο χώρο όπου ήταν άλλοτε εγκαταστημένος ο Περικλής. Κι εδώ όλα είχαν αλλάξει, στο μεγάλο χώρο υπήρχαν δυο σχεδιαστήρια υπερσύγχρονα κι ένα γραφείο. Δυο νέα παιδιά, μια κοπέλα κι ένας νεαρός δούλευαν σ’ αυτά.
Ο Πανταζής τους παρουσίασε με το γνωστό του τρόπο που ήταν κάτι μεταξύ οικειότητας αλλά και ύφους που δεν επέτρεπε πολύ θάρρος.
---- Η Αννούλα μας, είπε και χάιδεψε την κοπέλα στα μαλλιά. Έχει τελειώσει γραφικές τέχνες στου...και είπε το όνομα μιας ιδιωτικής σχολής. Ο Νικολάκης μας, είναι σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών, στη χαρακτική, πολύ καλό χέρι.
Ο Περικλής χαμογέλασε στα δυο παιδιά κι ο Πανταζής άνοιξε τη θύρα του δωματίου όπου υπήρχε το παλιό σχεδιαστήριο.
---- Να και το παλιό σου στέκι το θυμάσαι; Το αφήσαμε όπως ήταν σε περίπτωση που θα χρειαστεί να δουλέψει και κάποιος άλλος. Πήραμε καινούργια σχεδιαστήρια, μοντέρνα για να μπορούν τα παιδιά να κάνουν καλή δουλειά.
---- Την καλή δουλειά δεν την κάνουν τα σχεδιαστήρια αλλά οι καλοί σχεδιαστές, είπε ο Περικλής.
---- Σωστά, σωστά φίλε μου, πάντα ακριβολόγος, είπε ο διαφημιστής. Ύστερα γύρισε στα παιδιά
17
----Από αύριο ο κύριος Περικλής θα είναι ο προϊστάμενος σας, είναι σπουδαίος ζωγράφος,
απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών.
Όταν ξαναγύρισαν στο γραφείο του διευθυντή, ο Περικλής του είπε:
---- Δε βιάστηκες ν’ ανακοινώσεις την πρόσληψη μου-του μιλούσε πάντα στον ενικό-πως το ξέρεις ότι θα δεχτώ;
---- Α, Περικλή μου πρέπει ν’ αναγνωρίσεις πως έχω ένστικτο.
---- Ένστικτο; Μάλλον ξέρεις τις ανάγκες μου...
Όταν ξαναγύρισαν στο γραφείο του διευθυντή, ο Περικλής του είπε:
---- Δε βιάστηκες ν’ ανακοινώσεις την πρόσληψη μου-του μιλούσε πάντα στον ενικό-πως το ξέρεις ότι θα δεχτώ;
---- Α, Περικλή μου πρέπει ν’ αναγνωρίσεις πως έχω ένστικτο.
---- Ένστικτο; Μάλλον ξέρεις τις ανάγκες μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ