5/1/15

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (7)

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
του  Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδη)

Η ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Σελίδες 9-13  Σελίδες 14-18
 
 
Σελίδες 30-36
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ 

Πριν φτάσουν ακόμα στην ανατολική πλευρά του Βράχου είχε πέσει κιόλας η νύχτα, ο περιφερειακός δρόμος ήταν σχεδόν έρημος και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό.
Ο Περικλής πρότεινε να καθίσουν σε κάποιο ταβερνάκι αλλά η Ερμιόνη αρνήθηκε με κάποια ταραχή, επέμενε να συνεχίσουν το γύρο και δήλωσε πως δεν κρύωνε. Φυσικά ο νέος δεν είχε αντίρρηση κι έτσι δυο ώρες σχεδόν περπατούσαν συζητώντας. Ήταν ένας καλός τρόπος να γνωριστούν.
Οι σπουδές της νέας στη φιλολογία, τους περιπλάνησαν αρκετά στην παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και στις άλλες Τέχνες. Διαπιστώθηκε πως ήσαν και οι δυο εξαιρετικά καλλιεργημένοι και στον Περικλή έκανε εντύπωση η πνευματική υποδομή που είχε μια επαρχιώτισσα φοιτήτρια. Τα γαλλικά της ήσαν άψογα αλλά μιλούσε και καλά αγγλικά και γερμανικά.
Απόφυγε να ρωτήσει, πως τα είχε καταφέρει αφού, όπως όλα έδειχναν η οικονομική της κατάσταση δεν ήταν καλή. Αυτά που είχε πετύχει η κοπέλα ήθελαν ειδικά σχολεία, φροντιστήρια...
...
Είχαν περάσει δυο βδομάδες κιόλας από το πρώτο ραντεβού κι ο Περικλής ήταν ενθουσιασμένος, δεν κρατιόταν. Είχε γνωστοποιήσει το δεσμό του σχεδόν σε όσους γνώριζε.

---- Χαίρομαι πραγματικά, που είσαι ευτυχισμένος, του είπε η Έλλη, ένα πρωί πριν έρθει η Βιβή. Η Σοφία κι ο Αριστείδης, αν και δεν την είχαν γνωρίσει ακόμα ήσαν χαρούμενοι που ο
βασανισμένος φίλος τους συνάντησε επιτέλους τη «γυναίκα των ονείρων του».
Προς το παρόν ο μόνος που την είχε γνωρίσει ήταν ο Πέτρος, όταν ένα βράδι ο Περικλής την οδήγησε στα παλιά του στέκια, στη γειτονιά όπου πέρασε ένα σημαντικό μέρος της ζωής

του. Ο παλιός φίλος με τη γυναίκα του τους υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό.
Η Ερμιόνη έδειχνε μια καταπληκτική προσαρμογή μια και καταγόταν κι αυτή από εργαζόμενους ανθρώπους. Δε μιλούσε εύκολα για τους γονείς της και απόφευγε ναναφέρεται

στην πατρίδα της...
----
Είναι όμορφη; τον ρώτησε μια μέρα η Βιβή.

Ο Περικλής την κοίταξε χαμογελώντας και της είπε:
----
Εσύ κούκλα, είσαι πολύ όμορφη αλλά εκείνη είναι πολύ πιο όμορφη, έτσι τουλάχιστον τη βλέπω εγώ. Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε ο δεύτερος κι ο Περικλής περιφερόταν με την Ερμιόνη σε στενορύμια και απόκεντρα μέρη. Όλον αυτόν τον καιρό δεν την είχε φιλήσει παρά μόνο στο μάγουλο κάθε φορά που συναντιόνταν ή χώριζαν. Η κοπέλα, του είχε πει πως μπορούσαν να είναι μαζί ως τις έντεκα, η θεία της ήταν αυστηρή στο ωράριο, κι εκείνος το είχε σεβαστεί απόλυτα. Μπορούσαν να βλέπονται, εκτός από το Σαββατοκύριακο, όλες τις άλλες μέρες. Τις δυο αυτές μέρες, περνούσαν οικογενειακά στο σπίτι με τη θεία της ή έβγαινε μαζί της.

Ο Περικλής λαχταρούσε να φιλήσει τα χείλη της και με την επίδραση της άνοιξης που είχε μπει κάποιες φορές έφτασαν στο σημείο να φιληθούν στο στόμα αλλά την τελευταία στιγμή εκείνη τον απόφευγε ευγενικά κι ο νέος αναρωτιόταν γιατί. Του κόλλησε η ιδέα πως μπορεί να μύριζε δυσάρεστα το στόμα του. Χουχούλιζε τις χούφτες του κι ύστερα ανάσαινε μέσα τους για να διαπιστώσει κάποια οσμή. Φυσικά δεν υπήρχε τίποτα αλλά εκείνος σκεφτόταν πως ο ίδιος δε θα μπορούσε να το αντιληφθεί έτσι κι αλλιώς.
Έψαχνε τρόπο να ελέγξει αν μυρίζουν τα χνώτα του και τελικά βρήκε. Πήγε στον οικογενειακό τους οδοντίατρο, είχε να τον δει από τότε που πήγαινε με τη μητέρα του. Ο οδοντίατρος δε διαπίστωσε κάποιο πρόβλημα, τα δόντια του ήσαν γερά, τα ούλα του επίσης υγιέστατα και δεν υπήρχε δυσοσμία.
Την άλλη μέρα, στη συνάντηση του με την Ερμιόνη τόλμησε να τη φιλήσει, όχι ακριβώς στο στόμα αλλά πολύ κοντά. Μύριζε υπέροχα το χνώτο της καθώς το ρούφηξε κυριολεκτικά με τα ρουθούνια του. Εκείνη το ανέχτηκε και τον φίλησε περίπου στην ίδια περιοχή.
31
Ο καιρός περνούσε και η Ερμιόνη εξακολουθούσε να φέρεται περίεργα, όχι μόνο σχετικά με τα φιλιά και τα χάδια αλλά και με τους χώρους όπου πήγαιναν ή συναντιόνταν. Ήταν πάντα ερημικοί λες και η κοπέλα φοβόταν μην τους δει κάποιος.
Στην αρχή το βρήκε λογικό. Ίσως η επαρχιώτικη της νοοτροπία, σοτι αφορούσε τις σχέσεις άντρα-γυναίκας, να την έκανε να παίρνει προφυλάξεις αλλά η καλλιέργεια και η μόρφωση της δε δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο.
Σιγά-σιγά, προσπάθησε να πάρει σόλες αυτές τις διαπιστώσεις κάποια απάντηση, που να στέκει. Έτσι κάποια μέρα, μετά από μια πρώτη πραγματική παραχώρηση της, δηλαδή ένα απαλό φιλί στο στόμα, άνοιξε ένα διάλογο μαζί της για τη σχέση τους.
----
Ερμιόνη, η αλήθεια είναι πως ως τώρα δε σου είπα πως σαγαπώ. Το θεώρησα αυτονόητο, γιατί είμαι βέβαιος πως το κατάλαβες ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου από την πρώτη μέρα που σε συνάντησα. Πίστευα πως και συ θα αισθανόσουν το ίδιο για μένα. Διαπιστώνω όμως πως είσαι επιφυλακτική, γιατί; Τι φοβάσαι, μίλησε μου σε παρακαλώ, με τρωει η αγωνία κάθε φορά που χωρίζουμε...

Η κοπέλα τον κοίταξε με αμηχανία. ήταν ολοφάνερο πως δυσκολευόταν ναπαντήσει. Για να τη βοηθήσει ο Περικλής συνέχισε.
----
Φοβάσαι μην εκτεθείς σε γνωστούς, συγγενείς ή φίλους επειδή βγαίνεις με κάποιον; Γιαυτό με πηγαίνεις σε απόκεντρα μέρη; Αντίθετα εγώ θέλω να το φωνάξω σε όλους πως είσαι το κορίτσι μου, η γυναίκα μου...
----
Ναι, ναι αυτό είναι..., είπε κομπιάζοντας η Ερμιόνη και τα μάγουλα της κοκκίνισαν.
----
Μα γλυκιά μου, εσύ μια ενήλικη γυναίκα, μορφωμένη έχεις τέτοιες...
----
Μπορεί εγώ να μην έχω προκαταλήψεις αλλά δυστυχώς έχουν οι άλλοι κι εγώ τι να κάνω; Έπειτα θα το έχεις καταλάβει, δεν έχω πείρα με τους άντρες, εννοώ ερωτική. Δεν είχα ποτέ δεσμό και παρόλο που είμαι βέβαιη πως σαγαπώ, δεν μπορώ να ξεπεράσω κάποια πράγματα. Πρέπει να κάνεις υπομονή αγάπη μου...

Φυσικά δε χρειαζόταν να του πει τίποτα άλλο. Η τελευταία φράση της, γέμισε ευτυχία τον Περικλή και αγκαλιάζοντας την απαλά από τη μέση, έσκυψε στο πρόσωπό της αναζητώντας τα χείλη της. Του τα πρόσφερε πρόθυμα κι αφέθηκαν για πολλή ώρα σε φιλιά και χάδιαέχρι για πρώτη φορά χάιδεψε το στήθος της...
Η σχέση τους είχε κλείσει εξάμηνο. Ο Περικλής δούλευε με τέτοιο ενθουσιασμό εντυπωσιάζοντας τον Πανταζή, ήταν τρυφερός με τα κορίτσια του γραφείου αλλά και γενικά η συμπεριφορά του προς όλους ήταν άψογη. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά αλλά ο Περικλής εξακολουθούσε να έχει απορίες γιατί η Ερμιόνη όσο πλησίαζαν ο ένας τον άλλον τον απομόνωνε. Τώρα πήγαιναν περισσότερο στο σπίτι του και κυκλοφορούσαν όλο και λιγότερο έξω. Όχι πως ήταν άσκημα, ίσα-ίσα που την είχε πολλές ώρες κοντά του και μπορούσαν να εκφράζουν την αγάπη τους, με την επαφή, χωρίς τις αναστολές που ένιωθαν όταν ήσαν έξω.
Παρόλο που η δραστηριότητα τους στον ερωτικό τομέα, περιορίζονταν στα φιλιά και στα συγκρατημένα χάδια, υπήρχαν πολλά άλλα σημεία επαφής, που κρατούσαν ζεστή τη σχέση τους, όπως το διάβασμα λογοτεχνικών κειμένων, απαγγελίες ποιημάτων...
...
Εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου, η Ερμιόνη ήρθε στο σπίτι του με καλή διάθεση και άνεση. Για πρώτη φορά η κοπέλα ήπιε ένα κονιάκ και κάπνισε ένα τσιγάρο αντιδρώντας και στα δυο με τη δυσαρέσκεια του πρωτάρη. Αρνήθηκε να πιει δεύτερο ποτήρι και δεύτερο τσιγάρο. Ένιωθε όμως μια περίεργη ευφορία.

Σιγά-σιγά, με ανταλλαγή φιλοφρονήσεων και εκδηλώσεις τρυφερότητας παρασύρθηκαν, έκανε ζέστη κι άρχισαν να ξεντύνονται. Ήταν κάτι που για πρώτη φορά γινόταν στη διάρκεια της σχέσεις τους. Η Ερμιόνη έφτασε στο σημείο να μείνει σχεδόν ολόγυμνη, φορούσε μόνο το κυλοτάκι της.
Ο Περικλής, στην αρχή, καθώς ξεντύθηκε ένιωσε κάποια συστολή όταν στάθηκε ολόγυμνος
32
μπροστά της, αντικρίζοντας όμως το υπέροχο κορμί της αγαπημένης του έπαθε στύση. Εκείνη κοίταξε τα σκέλη του εντυπωσιασμένη με αυτό που έβλεπε και κοκκίνισε.
Ο νέος έβαλε μπροστά τη παλάμη του και την πλησίασε δισταχτικά. Την αγκάλιασε, εκείνη δεν έφερε αντίρρηση αλλά δεν έδειξε και πολύ πρόθυμη. Τελικά έγιναν ένα όρθιο σύμπλεγμα κι αντάλλαξαν για λίγο φιλιά και χάδια. Η Ερμιόνη αισθάνθηκε το πέος να τρίβεται στην κοιλιά της κι ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο. Ο Περικλής την ξάπλωσε με προσοχή στο κρεβάτι όπου συνέχισαν τα χάδια και τα φιλιά.
Λίγο αργότερα καθώς η αγαπημένη του ήταν παραδομένη στον πόθο, της έβγαλε με απαλές κινήσεις την κυλότα. Πέρασε, με προσοχή και κάποιο δισταγμό, ανάμεσα στα σκέλη της κι έγειρε το κορμί προς τα μπρος χαϊδεύοντας τα στήθη της και κολλώντας τα χείλη του στα δικά της. Η Ερμιόνη τύλιξε τα χέρια γύρω από το λαιμό του κι ένιωσε το πέος νακουμπά στο αιδοίο της...
Ξαφνικά η κοπέλα τραβήχτηκε απότομα, έβγαλε μια κραυγή και τινάχτηκε, ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του σπρώχνοντας τον βίαια. Στάθηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, το πρόσωπο της είχε πάρει μια έκφραση τρόμου ενώ ο Περικλής, βρέθηκε πεσμένος κάτω από το κρεβάτι κοιτάζοντας την με απορία.
----
Μη, μη με πλησιάζεις σε παρακαλώ...φώναξε η κοπέλα, τα μάτια της είχαν διασταλεί και σκέπαζε με τα δυο χέρια τα σκέλη της. Προχώρησε προς την άκρη του κρεβατιού, χάνοντας συχνά την ισορροπία από το βαθούλωμα που έκανε ο σομιές φωνάζοντας:

  • ----  Άσε με σε παρακαλώ να φύγω...
  • ----  Μα τι έπαθες κορίτσι μου, μη φοβάσαι δε...δε θα σε πειράξω, ηρέμησε αγάπη μου...
    Εκείνη κατέβηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά, κοιτάζοντας-σαν τρομαγμένο ζώο που προσπαθεί να ξεφύγει-προς το μέρος του νέου που εξακολουθούσε να βρίσκεται στο δάπεδο.
    Όταν ντύθηκε η Ερμιόνη, άρπαξε την τσάντα της, άνοιξε τη θύρα και όρμησε έξω χωρίς να ρίξει βλέμμα πίσω. Ο Περικλής είχε μείνει αποσβολωμένος!
    Προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν το τρομερό που είχε κάνει. Όταν συνήλθε, ντύθηκε στα γρήγορα και πετάχτηκε έξω.
    Προχώρησε προς την Ακαδημία, στην αφετηρία των λεωφορείων. Δεν την είδε πουθενά, μπήκε ακόμα και στο λεωφορείο της γραμμής της αλλά μάταια. Κάθισε σένα κάθισμα αποφασισμένος να πάει στη συνοικία της, διαπίστωσε πως δεν είχε διεύθυνση αλλά κάτι έπρεπε να κάνει, να γυρίσει στο σπίτι του στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε...
    Στα μισά του δρόμου κατέβηκε. Σκέφτηκε πως κι αν ακόμα την έβρισκε εκείνη δε θα τον δεχόταν. Γύρισε με τα πόδια στο σπίτι του και σόλη τη διαδρομή τον απασχολούσε αυτό που είχε συμβεί και δεν μπορούσε να το κατανοήσει. Έκανε λάθος να προσπαθήσει να της κάνει έρωτα, ίσως έπρεπε πρώτα να της το ζητήσει, να την πείσει σιγά-σιγά, με κάποιο τρόπο...Μα πόσο σιγά; Είχαν περάσει έξη μήνες και ήταν ολόκληρη γυναίκα και όχι κοριτσάκι. Μπορεί να ήταν παιδί κάποιας καθυστερημένης επαρχίας αλλά αυτή μιλούσε τρεις γλώσσες, στη σκέψη ήταν ευρωπαία πως ήταν δυνατόν ναντιδράσει έτσι; Έπειτα εκείνος προσπάθησε όταν την είδε να είναι έτοιμη γεμάτη πάθος...Τι έφταιξε;
    Εκείνο το βράδι δεν κοιμήθηκε, δυο φορές που τον πήρε ο ύπνος ξύπνησε με εφιάλτη, τον ίδιο πάντα. Την Ερμιόνη με το πρόσωπο συσπασμένο σέκφραση τόμου που μεταμορφωνόταν σε τρομαχτικό πρόσωπο που τον καταβρόχθιζε...
... Η Ερμιόνη δεν τηλεφώνησε. Ο Περικλής ήταν δυστυχισμένος κι επειδή δεν ήθελε να το καταλάβει κανένας, ζήτησε ένα μήνα άδεια από τον Πανταζή, εκείνος του είπε πως είχαν πολύ δουλειά και να την πάρει αργότερα αλλά ο νέος επέμενε πως τώρα τη χρειαζόταν, την πήρε και κλείστηκε στο σπίτι. Σκεφτόταν πολύ, κοιμόταν λίγο και περίμενε την επιστροφή της. Έβγαινε αργά τα βράδια, περιδιαβάζοντας στους χώρους που είχε πάει μαζί της κι αναπολούσε τα χάδια
33
και τα φιλιά τους. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να τη βρει, να της ζητήσει να τον συγχωρήσει για ο, τι είχε κάνει αλλά τι ήταν αυτό που είχε γεμίσει τρόμο την κοπέλα;
Δεν μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Αποφάσισε να παει στη συνοικία της και να ψάξει, εν ανάγκη από σπίτι σε σπίτι...Τα στοιχεία που είχε ήσαν τόσο λίγα, μόνο το μικρό της όνομα..
Πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στην πρώτη πλατεία που συνάντησε. Κάθισε σένα παγκάκι και ξανασκέφτηκε το εγχείρημα του. Διαπίστωσε πως η συνοικία ήταν μεγάλη και θα ήθελε πολύ χρόνο να τη γυρίσει ολόκληρη. Άρχισε λοιπόν πρώτα από τα ψιλικατζίδικα και τα περίπτερα που συναντούσε, ρωτώντας αν γνώριζαν μια φοιτήτρια που την έλεγαν Ερμιόνη. Η απάντηση ήταν αρνητική, κανένας δε γνώριζε φοιτήτρια μ’ αυτό το όνομα και μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που τους περίγραφε. Πήγε και τις επόμενες μέρες και ρωτούσε σε σπίτια που έμενε κάποια φοιτήτρια. Τίποτα! ήταν σα να μην είχε υπάρξει. Στο τέλος σκέφτηκε την πιθανότητα να του είχε δώσει ψεύτικη περιοχή της διαμονής της. Ίσως έμενε στο κέντρο. Όλα πάνω της έδειχναν πως ανήκε μάλλον σε αστική τάξη της πρωτεύουσας και πως δεν μπορούσε να είναι επαρχιώτισσα. Τον είχε κοροϊδέψει λοιπόν; Αυτή η πιθανότητα τον πλήγωσε περισσότερο.
Κόντευε να τελειώσει ο μήνας της άδειας του και η κατάσταση του ήταν απελπιστική. Είχε αδυνατίσει εμφανώς, όλες οι βλαβερές συνήθειες του, το τσιγάρο, οι καφέδες, το οινόπνευμα είχαν αυξηθεί, αντίθετα είχε ελαττωθεί και σχεδόν ήταν ανύπαρκτη κάθε διάθεση του για δουλειά.
Την παραμονή της επιστροφής του στο γραφείο, έπρεπε να δουλέψει δεν πήγαινε άλλο, ηρέμησε κάπως. Πήρε την απόφαση πως δε θα την ξαναδεί, πως έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή του έστω κι αν αυτή δεν του άρεσε.
Ήταν το τελευταίο απόγευμα. Ο ήλιος είχε κατεβεί αρκετά κι ο Περικλής, ξαπλωμένος στο κρεβάτι κάπνιζε. Ξαφνικά χτύπησε το θυροτηλέφωνο! Αν και δεν περίμενε κανένα, αν και δεν έλπιζε πια σε τίποτα, τινάχτηκε και πλησίασε στη θύρα. Όταν σήκωσε το ακουστικό έμεινε εμβρόντητος!! Ήταν η φωνή της που του ζητούσε να της ανοίξει. Ένιωσε ένα απερίγραπτο συναίσθημα ευτυχίας κι οργής. Άνοιξε τη θύρα του διαμερίσματος και στάθηκε δυο βήματα πίσω περιμένοντας όρθιος...
...
Η Ερμιόνη, εμφανίστηκε δισταχτική και στάθηκε απέναντι του. Τα μεγάλα μάτια της, έμοιαζαν μεγαλύτερα καθώς είχε αδυνατίσει, έδειχνε να είχε περάσει δύσκολες μέρες. Τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, εκείνος την κοίταζε συνέχεια κι επίμονα και πέρασε μέσα. Έκλεισε τη θύρα πίσω της κι ακούμπησε σαυτή.
----
Πόσο αδυνάτισες αγάπη μου, συγχώρεσέ με και άκουσε με σε παρακαλώ...Πρέπει να σου εξηγήσω...

Ο Περικλής έκανε πίσω, έπιασε τη μοναδική πολυθρόνα που υπήρχε στο δωμάτιο, τη μετακίνησε προς το μέρος της και είπε απλά σα να είχαν χωρίσει μόλις χτες:
----
Κάθισε ψυχή μου, ελπίζω να μη με φοβάσαι πια...

Εκείνη χαμογέλασε θλιμμένα, άφησε την τσάντα της στο κρεβάτι και πιάνοντας του τα χέρια κάθισε. Ο νέος γονάτισε κι ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατα της.
----
Νάξερες πόσο υπόφερα αυτές τις μέρες, ψιθύρισε.

Του χάιδεψε τα μαλλιά κι ύστερα έσκυψε και του τα φίλησε. Έμειναν αρκετή ώρα έτσι σιωπηλοί ύστερα η Ερμιόνη ανασήκωσε το πρόσωπό του και το έκλεισε στις παλάμες της ενώ δάκρυα λαμπίριζαν στα μάγουλα της. Του φίλησε απαλά τα χείλη και είπε:
----
Συγχώρεσε με λατρεία μου, σου είπα τόσα ψέματα...

Παρασύρθηκα, το ένα φέρνει το άλλο... Δεν είμαι ψεύτρα αγάπη μου...
----
Μη, μη ζητάς συγγνώμη ψυχή μου, μου φτάνει που είσαι εδώ...Δεν ξέρω πόση ώρα θα είσαι κι αν ήρθες να μου πεις πως θα μ’ εγκαταλείψεις για πάντα...μου φτάνει που είσαι εδώ...
----
Όχι, όχι Περικλή μου, δε φτάνει αυτό. Πρέπει να μ’ ακούσεις, να μάθεις γιατί φέρθηκα έτσι...

34
Ο νέος σηκώθηκε τη ρώτησε αν θέλει κάτι να πιει, εκείνη ζήτησε νερό. Εκείνος πήγε στην κουζίνα και γύρισε μ’ ένα ποτήρι νερό κι ένα κονιάκ. Η κοπέλα ήπιε μερικές γουλιές και κράτησε το ποτήρι στα χέρια της ενώ ο Περικλής κάθισε στο κρεβάτι έτοιμος νακούσει οποιαδήποτε δικαιολογία.
  • ----  Όλον αυτόν τον καιρό που ήμουν στην Ελβετία...
  • ----  Στην Ελβετία! Δεν καταλαβαίνω...
  • ----  Ναι, στη Γενεύη σε μια νευρολογική κλινική.
  • ----  Πως! Σε κλινική;
  • ----  Σε μια κλινική όπου είχα νοσηλευθεί και πριν δεκατέσσερα χρόνια...
    Τα πράγματα έπαιρναν αναπάντεχη εξέλιξη για τον Περικλή. Το ύφος του έδειχνε τη κατάπληξη του.
    ---- Πρέπει να σου τα πω όλα, από την αρχή αγάπη μου. Ο τρόπος που αντέδρασα όταν πήγες να μου κάνεις έρωτα έχει κάποια εξήγηση...
    Ήπιε ξανά μερικές γουλιές νερό κι άφησε το ποτήρι στο παρακείμενο τραπεζάκι. Ύστερα άρχισε ναφηγείται. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γενεύη, ο πατέρας της, μεγαλοεπιχειρηματίες έχοντας την έδρα του στην Αθήνα, είχε δραστηριότητες σόλη τη Μέση Ανατολή. Ορφάνεψε πολύ μικρή-ήταν δεν ήταν δυο χρονώ-και τη μεγάλωσε μια Ελβετογερμανίδα νταντά στη Γενεύη. Στα δώδεκα της χρόνια είχε μια δραματική εμπειρία. Κάθε πρωί την πήγαινε στο σχολείο με το αυτοκίνητο ο οδηγός του πατέρα της που ήταν κι ένα είδος σωματοφύλακα και την έφερνε πίσω το μεσημέρι.
    Ένα τέτοιο μεσημέρι, έφτασαν στο σπίτι σένα διαμέρισμα στο κέντρο της Γενεύης όπου έμεναν, χτύπησε το κουδούνι αλλά δεν άνοιξε κανένας. Η αλήθεια είναι ότι είχε γυρίσει μισή ώρα νωρίτερα απότι συνήθως, ήταν πιθανό η νταντά με τη μαγείρισσα να είχαν πάει για ψώνια κάπου εκεί κοντά.
    Θυμήθηκε πως είχε κλειδιά στην τσάντα της, έψαξε τα βρήκε και άνοιξε. Έφτασε στο σαλόνι ακολουθούμενη από τον οδηγό που κουβαλούσε συνήθως την τσάντα με τα βιβλία. Έβγαλε το πανωφόρι και το πέταξε σε μια πολυθρόνα. Ήταν πανέμορφη στα δώδεκα της, αθώα στη σκέψη αλλά γυναίκα στο σώμα.
    Ο οδηγός, ένας νέος άντρας, λες και τον είχε πιάσει ξαφνικό ερωτικό πάθος-το πιο πιθανό ήταν πως υπήρξαν πολλές φορές που θα την πόθησε αλλά τώρα εύρισκε την ευκαιρία-την άρπαξε και την έριξε στον καναπέ ξεσκίζοντας το εσώρουχο της.
    Το κορίτσι έβγαλε μια κραυγή, εκείνος της έκλεισε το στόμα κι έπεσε πάνω της. Πριν χάσει τις αισθήσεις, η μικρή, είδε το πέος του άντρα ανάμεσα στα σκέλη της...
... Όταν συνήρθε, βρισκόταν σε κάποιο δωμάτιο νοσοκομείου με πλάι της τη νταντά, ο πατέρας της έλειπε σε ταξίδι. Στο πλησίασμα ενός νεαρού γιατρού, το κορίτσι έβαλε τρομαγμένο τις φωνές, ανεχόταν μόνο την παρουσία των γυναικών γιατρών και τις νοσοκόμες Μια μέρα αργότερα γύρισε ο πατέρας της, ακόμα και τη δική του παρουσία με δυσκολία τη δεχόταν.
Την μετάφεραν σε μια φημισμένη νευρολογική κλινική. Η διευθύντρια, ήταν φίλη του πατέρα της και γνώριζε καλά τη μικρή. Σχετικά με την υπόθεση του βιασμού ζήτησε από τον πατέρα του κοριτσιού να μην υποβάλλουν το παιδί στο μαρτύριο να ξαναζήσει τη φοβερή σκηνή γιατί υπήρχε κίνδυνος να του κάνουν μεγάλο κακό έτσι αποσιώπησαν το γεγονός. Ο οδηγός, είχε εξαφανιστεί, ήταν αλλοδαπός και ήταν απίθανο να τον βρουν αν είχε φύγει στην πατρίδα του. Έμεινε ένα χρόνο στην κλινική και σιγά-σιγά και με υπομονή η γιατρός, κατάφερε να την συνεφέρει...
Όταν γύρισαν στο σπίτιε τη συμβουλή της γιατρού, ο πατέρας της άλλαξε και την κατοικία-το κορίτσι ήταν άλλος άνθρωπος, δεν εμπιστευόταν, εκτός από τον πατέρα της άλλον άντρα. Αποκλειστική συντροφιά της, τον πρώτο καιρό ήταν η νταντά. Στο σχολείο που ήταν θηλέων, δεν είχε πρόβλημα παρά ίσως κάποιο με τους καθηγητές αλλά γενικά όλα πήγαιναν καλά. Δεν είχαν οικογενειακούς φίλους, εξάλλου ο πατέρας της ταξίδευε πολύ και δεν είχε
35
στενές σχέσεις και συναναστροφές παρά μόνο με τους πελάτες του.
Είχε μπει στα δεκαοχτώ, γυναίκα πια, όταν πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει φιλολογία.

Μαζί της φυσικά πήγαν και η νταντά και ο πατέρας της, που για τη διαμονή τους εκεί, αγόρασε ένα διαμέρισμα.
Στο πανεπιστήμιο αναγκάστηκε να έχει επαφή και με άντρες, που πολλοί τη φλέρταραν, επιζητούσαν ερωτικές σχέσεις εκείνη αρνιόταν κι έτσι της είχαν κολλήσει τη ρετσινιά της ακατάδεχτης, πως δεν τους θεωρούσε αντάξιους της μια και ήταν πλούσια κι ωραία.
Φυσικά αυτό την ενοχλούσε γιατί τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια, αλλά η άποψη αυτή τη βόλευε κιόλας και τη δεχόταν χαμογελώντας.
Σόλο το διάστημα των σπουδών είχε το ίδιο πρόβλημα με τους άντρες. Η γιατρός της, που την έβλεπε μια φορά τουλάχιστον το χρόνο, όχι σαν ασθενή αλλά σα φίλη, τη συμβούλευε νανοίγεται σιγά-σιγά να κάνει συντροφιά με άντρες, να τους συνηθίσει, έπρεπε να πεισθεί πως δεν ήσαν όλοι τέρατα. Να ερωτευθεί, θα τη βοηθούσε πολύ να ξεπεράσει αυτό που της είχε συμβεί.
Όλαυτά ήσαν σωστά αλλά η κοπέλα κάθε φορά που κάποιος νέος την πλησίαζε με ερωτική διάθεση, απομακρυνόταν έντρομη.
Άρχισε να κάνει φίλες ανάμεσα στις ασκημούλες, ανέραστες συμφοιτήτριες ή γειτόνισσες της έτσι ησύχασε κι από κάποιες φίλες, ωραίες αυτές, που συνεχώς ανησυχούσαν μην τους πάρει τους εραστές, αρραβωνιαστικούς ή και συζύγους.
Ήθελε όμως να ερωτευθεί. Ναγαπήσει και να την αγαπήσουν, ζήλευε ταγκαλιασμένα ζευγάρια που έβλεπε στους δρόμους νανταλλάσσουν φιλιά. Συχνά φανταζόταν έναν άντρα να την σφίγγει στην αγκαλιά του αλλά όταν αυτό πήγαινε να γίνει πραγματικότητα, έκανε τα πάντα να την αποφύγει. Τα χρόνια έφευγαν κι εκείνη ανέραστη, το είχε ρίξει στο διάβασμα, στις σπουδές. Όταν τελείωσε τις σπουδές στη Σορβόννη ήρθε πάλι στην Αθήνα για να σπουδάσει ελληνική φιλολογία...
----
Εκείνο το βράδι στον κινηματογράφο άρχισαν τα ψέματα αγάπη μου, ήταν έμπνευση της στιγμής που αποδείχτηκε πολύ κακή. Η επαρχιώτισσα φοιτήτρια υπήρχε, καθώς και η φτωχή θεία που δεν είχε τηλέφωνο στη συνοικία που έμενε, μόνο που ήταν η φίλη συμφοιτήτρια, αυτή που με συνόδευε.

Προσπάθησα πάλι να ξεφύγω από κάτι που ήθελα πάρα πολύ, ένιωθα ερωτευμένη μαζί σου, είχα χαρεί τόσο πολύ που σε ξανασυναντούσα αλλά ο φόβος εκείνος που ένιωθα για τους άντρες δε μ’ άφηνε. Μου φάνηκες τόσο επικίνδυνος, σαν άντρας, ένα κορίτσι θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για σένα. Όλη τη νύχτα σκεφτόμουν αν έπρεπε να σου τηλεφωνήσω την άλλη μέρα. Τις πρωινές ώρες είχα αποφασίσει να μη σε συναντήσω κι αποκοιμήθηκα. Αργότερα ξαφνικά κι αυθόρμητα σου τηλεφώνησα κι έτσι ζήσαμε τις υπέροχες μέρες που ακολούθησαν.
----
Κι ως πότε σκόπευες να κρύβεσαι; Δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό γλυκιά μου...
----
Δεν ξέρω, το είχα αφήσει έτσι στην τύχη, συχνά συμπεριφέρομαι έτσι, αφήνω ναποφασίζουν άλλοι για μένα...
----
Αντίθετα εγώ είχα κάνει σχέδια για την πιθανή κοινή ζωή μας: Οικογένεια, παιδιά...και ξαφνικά χάθηκαν όλα, είπε απελπισμένα ο Περικλής.
----
Γιατί το λες αυτό αγάπη μου;
----
Γιατί είχα πιστέψει πως ήσουν η επαρχιώτισσα φοιτήτρια, η φτωχιά που δεν είχε ούτε τηλέφωνο, τώρα τι μπορώ να περιμένω;

Η Ερμιόνη σηκώθηκε. Έκανε μερικές κινήσεις πέρα-δώθε στο δωμάτιο, ύστερα στάθηκε μπροστά στον καθισμένο στο κρεβάτι Περικλή και είπε:
----
Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη γιόλαυτά που έγιναν αλλά ήρθα και για ένα επίσης σημαντικό λόγο. Η γιατρός μου μ’ έπεισε πως είσαι ο άντρας που μπορεί να με κάνει γυναίκα, μόνο που το τίμημα θα είναι πολύ σκληρό για σένα και φυσικά θα έχεις δίκιο και κάθε δικαίωμα ναρνηθείς...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...