3/1/15

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (5)



Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

του  Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδης)







Σελίδες 18-23


 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 

Την άλλη κιόλας μέρα, μετά την επίσκεψη του στο διαφημιστικό γραφείο ο Περικλής έμπαινε στο χώρο που βρίσκονταν τα δυο κορίτσια, μαζί τους ήταν και η Άννα, η νεαρή μακετίστα. Τις χαιρέτισε κι απευθυνόμενος στην Άννα της είπε:
----
Πρέπει να πεταχτώ για λίγο κάπου, αν στο μεταξύ έρθει ο κύριος Πανταζής και με ζητήσει πέστε του σας παρακαλώ, πως δε θαργήσω. Γύρισε προς την έξοδο κι έφυγε...


  • ----  Όπα δίνει κι εντολές ο τύπος, ποιος είν αυτός βρε κορίτσια; είπε η «αλανιάρα».
  • ----  Ο προϊστάμενος μου, είπε χαμογελώντας η Άννα.
    Η μικρή γούρλωσε χαριτωμένα τα μεγάλα της μάτια.
  • ----  Θα δουλέψει εδώ; Παναγία μου πολύ γκόμενος...
  • ----  Έλα, έλα Γωγώ, μιλάς σαν αλήτισσα, παρατήρησε η άλλη κοπέλα.
  • ----  Τυχερή, είπε η Γωγώ, κουνώντας, με μαργιολιά, το κεφάλι και κλείνοντας το μάτι προς την Άννα που έφυγε για το δικό της χώρο χαμογελώντας...
... Ο Περικλής, πήρε το μικρό γραφείο με το παλιό σχεδιαστήριο, τον απομόνωνε κάπως από τους άλλους. Ρίχτηκε στη δουλειά και δεν περιορίστηκε στη μακέτα αλλά παρακολουθούσε και την εκτύπωση της, έτσι μπαινόβγαινε στα λιθογραφεία και σιγά-σιγά έγινε ειδικός μέχρι που καθοδηγούσε τον εκτυπωτή για καλύτερη απόδοση. Ήσαν πολύ ενδιαφέροντα όλαυτά που

18

μάθαινε, ήξερε βέβαια στοιχειωδώς τα σχετικά με τη λιθογραφία αλλά από αυτή την τεχνική είχε μείνει μόνο η διαδικασία, όλα τάλλα τώρα γίνονταν με φωτογραφικό τρόπο, με τη μέθοδο της «φώτο-όφσετ», που μόνο με τέσσερα χρώματα κατόρθωνε ναποδίνει μια εικόνα με χιλιάδες αποχρώσεις.
Η φωτογραφία και ιδιαίτερα η φωτογράφηση στο στούντιο, άρχισε να τον ενδιαφέρει σε σημείο που εισηγήθηκε στον Πανταζή την απόχτηση ενός στούντιου όπου θα έκαναν τις φωτογραφίες που θα χρειάζονταν για τη διαφήμιση αντί να τρέχουν αλλού. Εκείνος βρήκε καλή την ιδέα και μέσα σένα μόνο χρόνο το διαφημιστικό γραφείο έγινε ένα από τα καλύτερα της πρωτεύουσας. Διάθετε και κινηματογραφικό συνεργείο ακόμα...
Ο διαφημιστής ήταν ενθουσιασμένος με τον Περικλή, χάρη σαυτόν είχε αποχτήσει αυτό που ονειρευόταν από τη μέρα που είχε ανοίξει εκείνο το μικρό γραφείο και προσπαθούσε να μπει στο χώρο της διαφήμισης, με απογοητεύσεις και πολύ κόπο. Τώρα κάπνιζε πούρα Αβάνας, δεχόταν στο γραφείο, μεγαλέμπορους, βιομηχάνους και τα χρήματα που κέρδιζε δεν είχαν σχέση μ’ αυτά που έβγαζε με τις μικροκομπίνες και τις αρπαχτές του παρελθόντος. Μια μέρα του είπε: ---- Περικλή μου, τι τα θες, διαπίστωσα πως η διαφήμιση έχει δυο σκέλη: Το ψάρεμα και ψήσιμο του πελάτη-χρησιμοποιούσε ακόμα λαϊκές εκφράσεις-και τον τρόπο να τον κάνεις να σε παίρνει στα σοβαρά με την καλή δουλειά που θα του προσφέρεις. Το πρώτο το κατάφερνα και το καταφέρνω, στο δεύτερο όλαυτά τα χρόνια χώλαινα γιατί στριμοχνόμουνα, έριχνα τον πελάτη για να τα βγάλω πέρα, βλέπεις οι συνεργάτες μου ήταν σκάρτοι. Τώρα με σένα όλα έχουν αλλάξει, είσαι σοβαρός, μετρημένος, δεν ορμάς να κάνεις μια δουλειά που δεν την ξέρεις όπως έκανα παλιά εγώ και τα θαλάσσωνα. Ακόμα και το προσωπικό που έχουμε σήμερα αποτελείται από ανθρώπους που τους διάλεξες εσύ. Με γλίτωσες από πολλούς άχρηστους που είχα εδώ, με γλίτωσες από τη σαβούρα. Δεν ξεχνώ εκείνο που μου είπες κάποτε, πως είναι προτιμότερο κάποιον ανίκανο να τον πληρώνεις χωρίς να κάνει κάτι-ζημιώνεις λιγότερο-παρά να του αναθέτεις δουλειά που θα την καταστρέψει...Είσαι πολύτιμος, γιαυτό ο, τι ιδέα σου κατεβαίνει να μου τη λες...
...
Άλλη μια φορά άλλαξε τρόπο ζωής ο Περικλής. Αν και κέρδιζε καλά χρήματα δεν ξανοίχτηκε σε πολυέξοδη πολυτελή ζωή. Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στο κέντρο της πόλης όπου μετάφερε τα βιβλία του και το παλιό καβαλέτο. Το είχε «περί πολλού» αυτό το εργαλείο, ανήκε σέναν από τους παλιούς δασκάλους της Σχολής.

Επιτέλους εγκατάλειψε την γκαρσονιέρα στην παλιά γειτονιά αν και σόλη τη θητεία του πλήρωνε κανονικά το νοίκι. Αυτό είχε βολέψει τον Μπάμπη που τη χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει εκεί τις γκομενίτσες του.
Μια από αυτές, σπουδάστρια στη σχολή εθνικού θεάτρου, όταν μπήκε στο σπίτι εντυπωσιάστηκε από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Περικλή, ιδιαίτερα με τα θεατρικά του Πιραντέλο και του Σαίκσπηρ, πιστεύοντας πως ήταν του Μπάμπη τον ερωτεύτηκε. Σένα βιβλίο από αυτά, μάλιστα, υπήρχε και μια αφιέρωση της Μαρίκας Κοτοπούλη στη μητέρα του Περικλή, που ξετρέλανε την κοπέλα. Όταν όμως διαπίστωσε πως ο νεαρός ήταν άσχετος και πως oλαυτά ανήκαν σε φίλο του ζωγράφο, εξαφανίστηκε αφήνοντας σε μεγάλη απορία τον Μπάμπη...
Ο Περικλής αφού ταχτοποιήθηκε, άρχισε να ζωγραφίζει στο σπίτι του. Είχε περάσει χρόνος που δούλευε στο διαφημιστικό γραφείο, είχε πετύχει τόσα που είχαν ενθουσιάσει τον εργοδότη του καιρός όμως να κοιτάξει κι άλλα πράγματα και προπάντων να ζωγραφίσει.
Είχε κάνει μια σειρά από μικρούς πίνακες που γενικά η τεχνοτροπία τους τον ικανοποιούσε. Αλλά ήταν ανήσυχος και σκοτισμένος.
----
Βρε συ, τι σαπασχολεί και είσαι έτσι; Έχεις τη δυνατότητα να ζωγραφίζεις, τι άλλο θέλεις; Ζωγράφοι είμαστε, αυτή είναι η δουλειά μας και τα πας μια χαρά. Οι τελευταίοι πίνακες σου αν και είναι έξω από το δικό μου κλίμα δουλειάς, μου αρέσουν πολύ. Έχουν νεωτερισμούς, μια νέα ματιά. Έπειτα, παράλληλα κάνεις και μια άλλη δουλειά που δε χρειάζεται μόνο Τέχνη αλλά και μια ικανότητα ειδικής σκέψεις, μια ευρηματικότητα, «εδώ και τώρα» και τα καταφέρνεις πολύ
19

καλά. Με τις μακέτες, τις αφίσες και τη λιθογραφία δεν αισθάνεσαι σαν τον Τουλούζ-Λωτρέκ; του είπε μια μέρα χαμογελώντας ο Αριστείδης.
----
Ναι δάσκαλε, σαν τον Τουλούζ, μόνο που εκείνος ζώντας στα καμπαρέ και στα πορνεία ήξερε από γυναίκες. Τι ξέρω εγώ; Τίποτα. Αυτές που ζωγραφίζω εγώ δεν είναι πραγματικές, εξιδανικευμένα είδωλα τους είναι...

... Οι πίνακες του Περικλή, απεικόνιζαν, συνήθως, γυναίκες. Γυμνές γυναίκες. Χρησιμοποιούσε μόνο όσα στοιχεία θεωρούσε αναγκαία χωρίς αυτό να κάνει αφηρημένη τη δουλειά του. Στη σχολή είχε μελετήσει με πάθος το γυναικείο μοντέλο κι έχοντας δυνατή ζωγραφική μνήμη μπορούσε να θυμάται όλες τις συσπάσεις των μυών που είχε δει σε διάφορες στάσεις.
Δε χρειαζόταν πια μοντέλο ίσως εκείνο που χρειαζόταν πραγματικά ήταν μια γυναίκα στη ζωή του, είχε κάνει κιόλας τη διαπίστωση αυτή και την ανάφερε στο δάσκαλο του.
----
Και γιατί διάολε να μην την έχεις; Όλα τα προσόντα, εμφάνιση, εξυπνάδα, γοητεία που εκπέμπει ένας καλλιτέχνης τα έχεις. Τι σου λείπει;
----
Μάλλον η επικοινωνία. Φαίνεται πως εκπέμπω σένα μήκος κύματος που δεν το πιάνουν. Δεν ξέρω τι να πω...κι από την πλευρά μου δε βρήκα ακόμα καμιά που να με συναρπάσει, να με κάνει να νιώσω ερωτικό ρίγος...
----
Βρε παιδί μου, που να τη βρεις αφού δεν κυκλοφορείς; Εσύ, γραφείο-σπίτι είσαι, πως θα γίνει έτσι;

  • ----  Μα και συ Αριστείδη, Σχολή-σπίτι είσαι...
  • ----  Ναι βρε αλλά εγώ έχω τη Σοφία μου, που...
  • ----  Σωστά, σωστά μη συνεχίσεις, άμποτε να βρω κι εγώ μια Σοφία, που δεν το βλέπω.
  • ----  Θα τη βρεις αγόρι μου, θα τη βρεις...
    Πότε θα τη βρω; Κοντεύω να κλείσω τα είκοσι εφτά μου χρόνια, μια ολόκληρη ζωή...
    Έφυγε από το σπίτι του δάσκαλου του, παρόλη την τελευταία αποστροφή του, με αναπτερωμένο το ηθικό κάπως...
... Οι τρεις κοπέλες, η Γωγώ, η Έλλη και η Άννα έπιναν τον πρωινό καφέ τους στο σαλόνι της υποδοχής. Ο Περικλής, μπαίνοντας τις χαιρέτισε βιαστικά και χάθηκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του.
----
Λοιπόν, πάω για δουλειά, είπε η Άννα αφού ρούφηξε την τελευταία γουλιά του καφέ της. ---- Σιγά μη σε κάνει ντα, ο προϊστάμενος σου, είπε κοροϊδευτικά η Γωγώ.
----
Ναι βρε τρελοπαντιέρα, προϊστάμενος της είναι πρέπει να πάει, αν μπει τώρα ο Πανταζής αμέσως θα γίνεις Παναγία κάνοντας τάχα πως δουλεύεις, είπε η Έλλη. Γέλασαν και οι τρεις και η Άννα έφυγε για το χώρο της.

Ο Περικλής καθόταν μπροστά στο σχεδιαστήριο και σκεφτόταν, προσπαθούσε να βρει κείμενα και να κάνει σκίτσα για μια γεωργοκτηνοτροφική έκθεση σε μια κοντινή επαρχιακή πόλη, μέχρι εκεί έφτανε η χάρη του Πανταζή. Ένιωθε όμως άδειος.
Χτες βράδι είχε βάλει την τελευταία πινελιά σέναν πίνακα, έτσι τουλάχιστον πίστευε, αλλά να που τον απασχολούσε ακόμα. Το θέμα ήταν ένας οργανοπαίχτης, ένας μπουζουκτσής. Ήταν ο πρώτος πίνακας που δεν παρίστανε γυναίκα. Τον τελευταίο μήνα είχε πάει γύρω στις δέκα φορές σε μαγαζιά με μπουζούκια. Καθόταν κοντά στο πάλκο και μελετούσε τους μουσικούς. Τον τρόπο που κάθονταν, τον τρόπο που κρατούσαν τα όργανα.
Δεν έκανε σκίτσα, δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να γίνει αντικείμενο περιέργειας, αποτύπωνε στο μυαλό όλαυτά τα στοιχεία με ευχέρεια και μάλιστα χωρίς περιττές λεπτομέρειες. Καθώς ήταν πολύ καλός πορτρετίστας και με χρώμα αλλά και στα γρήγορα σκίτσα, που άλλοτε τα έκανε τονικά με θαυμάσιες φωτοσκιάσεις κι άλλοτε γραμμικά, μπορούσε να πετυχαίνει εντυπωσιακά αποτελέσματα...
Από τις σκέψεις του τον απόσπασε η είσοδος του Πανταζή στο γραφείο του, φωνακλάδικη
20

όπως πάντα, που για ένα τέταρτο της ώρας τον βομβάρδισε με το πως τα πέρασε χτες το βράδι σε μια δεξίωση και για μια ενδιαφέρουσα δουλειά που είχε κλείσει.
----
Κυριάκο-τον προσφωνούσε με το μικρό του όνομα πότε, πότε-ξέρεις πως μου είναι αδιάφορα όλαυτά αλλά σήμερα δεν έχω και διάθεση για δουλειά. Πάω για καμιά βόλτα...

---- Γιατί όχι Περικλή μου, εσύ κι όταν πας βόλτα σκέφτεσαι, δουλεύεις...Να πας, να πας...
...
Βγήκε στον περιφερειακό της Ακρόπολης αλλά το μετάνιωσε, κυκλοφορούσαν τόσοι τουρίστες, ακόμα και στο λόφο των Μουσών με το μνημείο του, δεν εύρισκες ησυχία. Η πρωτεύουσα δεν είχε κήπους αναψυχής αλλά αρχαιολογικούς χώρους. Μπήκε λοιπόν σέναν τέτοιο, την αρχαία αγορά. Υπήρχαν κι εδώ τουρίστες αλλά οι περισσότεροι στη στοά που είχε το όνομα ενός βασιλιά της Περγάμου, όπου στεγαζόταν το μουσείο του χώρου.

Περιδιάβαζε τα ερείπια, τελευταία είχαν αρχίσει να καλλιεργούν φυτά που πιθανολογούσαν πως υπήρχαν εκεί και στην αρχαιότητα, στα κλασικά χρόνια. Όσο ήταν σπουδαστής ερχόταν συχνά στους χώρους αυτούς σχεδιάζοντας απομεινάρια αγαλμάτων, κιονόκρανων και ανάγλυφων. Τώρα βρισκόταν εδώ για να ξεδώσει...
  • ----  Μήπως μιλάτε γαλλικά;
    Την ερώτηση την έκανε μια γυναίκα, γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα χρονώ.
  • ----  Ναι, όχι αρκετά καλά, της είπε, επιστρατεύοντας τα γαλλικά του, που τελευταία είχε αρχίσει να τα μελετάει. Σκεφτόταν τη μετάβαση του στο Παρίσι έστω για λίγο.
    Προχώρησαν μαζί. Τον ρωτούσε διάφορα για το χώρο κι εκείνος της απαντούσε θετικά μια και γνώριζε πολλά πράγματα, διαπιστώνοντας πως τα γαλλικά του ήσαν ικανοποιητικά. Τον ρώτησε αν είχε σχέση με την αρχαιολογία κι εκείνος της είπε πως ήταν ζωγράφος άρα είχε αρκετή σχέση με το χώρο και κάνοντας χιούμορ είπε:
    ----
    Εξάλλου με λένε Περικλή, όπως έλεγαν τον ηγέτη της πόλης αυτής της περιόδου που έγιναν όλαυτά ταριστουργήματα..

    Εκείνη γέλασε και του είπε πως κι εκείνη είχε ελληνικό όνομα ή μάλλον το ένα από τα ονόματα της, αν και δεν το χρησιμοποιεί συχνά, τη λένε Τερέζ-Ντοροτέ. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα, φεύγοντας, με τους διωγμούς από τη Σμύρνη, οι δικοί της χάθηκαν κι εκείνη βρέθηκε στο Παρίσι όπου, παντρεύτηκε αργότερα τον πατέρα της.
    Ένιωθε δυσάρεστα που, παρά την καταγωγή της, ήταν η πρώτη της φορά που ερχόταν στην Ελλάδα και αν και φιλόλογος, δίδασκε σένα γυμνάσιο, δε φρόντισε να μάθει ελληνικά.
    Ο Περικλης της είπε πως σκόπευε να επισκεφθεί το Παρίσι γιαυτό προσπαθεί να μάθει, όσο γίνεται, καλά τη γλώσσα. Του έδωσε τη διεύθυνση της και του ζήτησε να τη συναντήσει εκεί.
    Χώρισαν συγκινημένοι και οι δυο, εκείνος γιατί είχε την ευκαιρία να εξασκήσει τα γαλλικά του κι εκείνη γιατί είχε βρει έναν απροσδόκητο ξεναγό....
  • ----  Κύριε Περικλή...
    Σήκωσε το κεφάλι του από το σχεδιαστήριο. Ήταν η κοπέλα του γραφείου, η Έλλη.
  • ----  Τι συμβαίνει; τη ρώτησε μάλλον αυστηρά κι αδιάφορα.
  • ----  Να...Τώρα εσείς θα θυμώσετε, δηλαδή μπορεί να θυμώσετε και θα έχετε δίκιο...
  • ----  Τι λες ρε κορίτσι μου, τι θέλεις;
  • ----  Σταμάτησε το ρολόι μου... Εσείς τα καταφέρνετε παντού...Ίσως θα μπορούσατε να μου...
    Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση κι ο Περικλής τη διέκοψε αυστηρά.
  • ----  Τι με πέρασες, ρολογά; Είσαι με τα καλά σου;
    Η κοπέλα πάγωσε. Τράβηξε πίσω το χέρι που κρατούσε το ρολόι έτοιμη να κλάψει.
  • ----  Συγγνώμη, ψέλλισε κι έκανε να φύγει
  • ----  Έλα, έλα δω...Με συγχωρείς, δώσμου το, κάτι θα κάνω.
    Το πρόσωπο της φωτίστηκε και του χαμογέλασε καθώς άφηνε το ρολογάκι στη χούφτα του. Την κοίταξε στα μάτια, εκείνη τα χαμήλωσε.
---- Εντάξει, της είπε και η Έλλη, συγκινημένη αποχώρησε.
21

Ο Περικλής κάθισε στο πλαϊνό γραφείο, πήρε ένα κατσαβίδι κι έβγαλε με προσοχή το σκέπασμα του ρολογιού. Δεν είδε τίποτα να λείπει. Δεν είχε βέβαια ιδέα τι θα μπορούσε να λείπει ώστε να μη δουλεύει, πάντως τα γραναζάκια, το ελατήριο, καλοκουρδισμένο μάλιστα, έστεκαν εκεί ήσυχα. Άγγιξε διάφορα σημεία στην τύχη. Δε συνέβη τίποτα, εξακολουθούσαν όλα να παραμένουν ακίνητα. Έσκυψε και φύσηξε δυνατά και κατάπληκτος είδε τα γραναζάκια να δουλεύουν. Ταρακούνησε το ρολόι, το άφησε ανάσκελα, το γύρισε μπρούμυτα, αλλά εκείνα συνέχισαν να δουλεύουν. Κοίταξε το ρολόι του κι έβαλε την ώρα στο ρολογάκι, ύστερα έβαλε το σκέπασμα κι ένιωσε ικανοποίηση σκεπτόμενος το χαμόγελο της Έλλης όταν θα της έδινε το ρολόι. Είχε όμορφο χαμόγελο...
---- Αχ, τα χρυσά του τα χέρια, μέχρι το ρολογάκι μου διόρθωσαν...
----
Αχαχούχα, εσύ μωρή την έχεις δαγκώσει για καλά μαζί του. Βρε χαζοβιόλα, είναι δυνατόν να ερωτευτεί εμάς ένας τέτοιος άντρας; Για σύνελθε...
----
Και ποιος σου είπε εσένα πως είμαι ερωτευμένη μαζί του, είπε παγωμένα η Έλλη στη Γωγώ. ---- Έλα, άστα αυτά...σε τα μας τώρα; Χωριό που φαίνεται...Ρε συ Άννα, μπας κι έχεις εσύ τίποτα μαζί του; είπε η Γωγώ σμίγοντας τα φρύδια της.
----
Εγώ; Πως σου ήρθε αυτό;
----
Έ, να εσύ είσαι ωραίο κορίτσι, γιατί όχι, μαζί δουλεύετε όσο να πεις έχεις ευκαιρίες.
----
Μπα, αυτός το μόνο που κοιτάζει είναι τα χέρια μου κι αυτό για να δει αν έκανα καλά αυτό που μου είπε...
----
Προχθές, είπε η Γωγώ, μόλις βγήκα από την μπανιέρα τον σκέφτηκα κι ένιωσα κάτι αναψοκαούρες ρε κορίτσια άλλο
πρά
μα. Να τον είχα εκεί στο μπάνιο να μου τον...
----
Ά, να χαθείς χαζή, σταμάτα τι είναυτά που λες; είπε η Έλλη.
----
Γιατί μωρή, έτσι ένιωσα. Ύστερα όμως, όταν είδα τη φάτσα μου στον καθρέφτη είπα: Με τέτοια μούρη που πας γαμώτο...δεν είναι για τα μας...
...
Τέτοια σχόλια έκαναν συχνά, τα κορίτσια του γραφείου κάθε πρωί πίνοντας τον καφέ τους.

Κι όσο εκείνες σκέφτονταν έτσι γιαυτόν, ο Περικλής παράμενε ανέραστος. Η ερωτική του ζωή εξακολουθούσε να είναι ανύπαρκτη, η ιδανική αγαπημένη δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Ζωγράφιζε με μανία κι όταν ο Πανταζής επισκέφτηκε, για πρώτη φορά ύστερα από οχτώ μήνες το εργαστήρι-κατοικία του Περικλή, ενθουσιάστηκε με τους δυο μεγάλους πίνακες, ξεπερνούσαν το μέτρο και τους αγόρασε για να τους βάλει στο γραφείο του. Ήδη υπήρχε εκεί ένας πίνακας του νέου, μεγάλων διαστάσεων, το θέμα του ήταν σχετικό με τη διαφήμιση, ακριβώς στον τοίχο πίσω από το γραφείο του Πανταζή...
...
Άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τη μετάβαση του στο Παρίσι. Είχε χάσει βέβαια την υποτροφία αλλά κέρδιζε αρκετά χρήματα και με το κληροδότημα της μητέρας του θα μπορούσε να περάσει άνετα μερικά χρόνια στην πόλη του φωτός όπως άκουγε να λεει η μακαρίτισσα.
----
Να πας οπωσδήποτε, του είπε ο Αριστείδης, εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάω. Επειδή κατάγομαι από τη Μικρά Ασία και είχα μάθει από τους γονείς μου την τουρκική γλώσσα-η γιαγιά μου δε μιλούσε καθόλου ελληνικά - πήρα υποτροφία για την Κωνσταντινούπολη. Έμεινα ένα χρόνο εκεί στην Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν ήταν άσκημα, αν και το καθεστώς δεν ήταν δημοκρατικό αλλά κι εδώ η δημοκρατία μας δεν ήταν καλύτερη.

Μπορεί οι πολιτιστικοί χώροι της Πόλης να ήταν πιο σημαντικοί από του Παρισιού, δυστυχώς όμως η αξιοποίηση τους δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους. Αργότερα ταξίδεψα, με τη Σοφία στην Ευρώπη και διαπίστωσα τη διαφορά...
...
Ο πατέρας του Περικλή ζήτησε τη διεύθυνση του γιου του από τον συμβολαιογράφο κι ένα απόγευμα τον επισκέφθηκε στο σπίτι. Ο νέος ένιωσε έκπληξη και στο βάθος χάρηκε χωρίς όμως να το δείξει. Είχαν περάσει δέκα χρόνια χωρίς να ειδωθούν. Παρόλαυτά έδωσαν μόνο τα χέρια.

Ο πρώην δικαστής έδειχνε καταβεβλημένος. Ήταν πενήντα εφτά χρονώ και είχε χαθεί πια,
22



στα μάτια του Περικλή η παλιά αίγλη.

  • ----  Πατέρα, είσαι καλά από υγεία;
  • ----  Ε, έχω κάποια προβλήματα αλλά τα καταφέρνω...
    Ακολούθησε σιωπή για λίγα λεπτά. Ο πατέρας παρατηρούσε με τρυφερότητα το νεαρό, ο γιος του είχε γίνει ένας πολύ ωραίος άντρας.

  • ----  Έμαθα πως σκοπεύεις να φύγεις για το Παρίσι...
  • ----  Ναι, θα ήθελα να παρακολουθήσω μερικά μαθήματα στην εκει Σχολή Καλών Τεχνών και γενικότερα να ενημερωθώ καλύτερα για τη δουλειά μου, για τα νέα ρεύματα στην Τέχνη...
    ----
    Θα μείνεις καιρό εκεί;
    ----
    Δεν ξέρω, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές ίσως. Δυστυχώς εδώ πρέπει να κάνω παράλληλα κι άλλη δουλειά για να ζήσω. Μπορεί όμως και να μη μου αρέσει εκεί...
    ----
    Μου είπε ο Χρήστος πως τα χρήματα της μητέρας σου δεν τα ξόδεψες. Στο Παρίσι θα χρειαστείς λεφτά και σκέφτηκα να βοηθήσω. Όλαυτά τα χρόνια έβαζα στην τράπεζα ένα ποσόν

για σένα. Σου έφερα το βιβλιάριο, μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις. Είναι βέβαιο πως αυτά που θα σου επιτρέπουν να παίρνεις ως σπουδαστής δε θα σου φτάνουν. Έχω τον τρόπο να σου στέλνω περισσότερα.

  • ----  Ξέρω πως σου είναι οδυνηρό να παρακαλέσεις και να ζητήσεις χάρη...
  • ----  Μα τι λες, για σένα μπορώ να κάνω τα πάντα.
    Αυτή η φράση ήταν κατα κάποιο τρόπο η αίτηση συγγνώμης του πρώην δικαστή. Δεν αναφέρθηκε κανένας σαυτά που είχαν συμβεί πριν δέκα χρόνια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...