15/1/15

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (9)

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ


του  Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδη)


Η ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ



Σελίδες 9-13  Σελίδες 14-18
Σελίδες 43-47



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ 

---- Έχω χρόνια να ταξιδέψω έξω και δεν μπορώ να πω πως παρακολουθώ από κοντά, τι συμβαίνει στο χώρο της Τέχνης, νομίζω όμως, πως η ζωγραφική σου, αν δε φέρνει κάτι καινούργιο στην Τέχνη, σίγουρα όμως είναι κάτι διαφορετικό! Είπε στον Περικλή ο Αριστείδης.
Πραγματικά, η νέα δουλειά του ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Η αντίληψη περί «ελληνικής γραμμής», είχε πάψει να υπάρχει και στους προηγούμενους πίνακες του αλλά τώρα είχε απομακρυνθεί πολύ. Ήταν μια ζωγραφική βίαιη, στο σχέδιο και στο χρώμα. Τίποτα δεν είχε σχέση με τις απαλές γραμμές και την ομαλή βαθμιαία ενότητα των χρωμάτων που τώρα συναντούσαν το ένα το άλλο, με βάναυση σκληρότητα κι αιχμηρότητα.. Όλες οι δραματικές εμπειρίες του Περικλή, λες και είχαν αφομοιωθεί στο έργο του.
Ήταν έργα μικρών διαστάσεων και τουλάχιστον δέκα από αυτά, ήσαν ακουμπισμένα ανάποδα στους τοίχους του δωματίου του.
Δούλευε στο διαφημιστικό γραφείο, ζωγράφιζε και σκεφτόταν την Ερμιόνη. Σιγά-σιγά ξαναγύρισε στην πρώτη εκδοχή, πως η αγαπημένη του ήταν άρρωστη. Πίστευε πως μόλις συνερχόταν θα έτρεχε κοντά του.
Το καλοκαίρι δεν πήγε διακοπές συνάντησε όμως έναν παλιό συμμαθητή από το γυμνάσιο που είχε σπουδάσει ιστορία της Τέχνης και δίδασκε σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Είδε τα έργα του Περικλή ενθουσιάστηκε και του υποσχέθηκε να προσπαθήσει για μια έκθεση στο Λονδίνο... ... Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κι ο Περικλής αναθυμόταν πως πέρυσι τέτοιο καιρό κυκλοφορούσαν αγκαλιασμένοι, με την Ερμιόνη στους στολισμένους για τις γιορτές δρόμους, ευτυχισμένοι. Τώρα απόφευγε και να βγαίνει από το σπίτι. Κόντευε να περάσει
43
χρόνος και ούτε η Ερμιόνη είχε τρέξει κοντά του ούτε κάποιο τηλεφώνημα της, είχε ακουστεί. Πέντε μέρες πριν τα Χριστούγεννα όμως, η Έλλη τον κάλεσε στο τηλέφωνο, λέγοντας του
πως τον ζητούσε κάποιος κύριος, άγνωστος σαυτήν.
----
Ο κύριος Περικλής; Καλημέρα σας. Δικηγόρος Δημόπουλος, εκ μέρους του κυρίου Δοξαρά, θα ήθελα να σας συναντήσω κύριε...
----
Πως! του Δοξαρά; Σας παρακαλώ, πέστε μου τι κάνει η Ερμιόνη...είναι καλά;
----
Μην ανησυχείτε κύριε, είναι πολύ καλά. Θα μπορούσαμε να σας δούμε στο σπίτι σας; Θα είναι μαζί μου κι ένας Ελβετός φίλος του κυρίου Δοξαρά που θα ήθελε να συζητήσει μαζί σας κάποια πράγματα. Υποθέτω ότι μιλάτε γαλλικά.

  • ----  Ναι μιλάω αρκετά καλά. Αλλά τι συμβαίνει;
  • ----  Θα το μάθετε όταν συναντηθούμε. Μου δίνετε τη διεύθυνση σας παρακαλώ;
    Ο Περικλής του έδωσε τη διεύθυνση και συμφώνησαν να συναντηθούν κατά τις έξη.
    Φυσικά μετά το τηλεφώνημα, ο Περικλής, δεν μπορούσε να δουλέψει και ζητώντας άδεια
από τον Πανταζή έφυγε αλλά δεν πήγε στο σπίτι. Γύριζε στους δρόμους με αισθήματα ανάμειχτα χαράς κι ανησυχίας. Το μεσημέρι δεν έφαγε, τσίμπησε κάτι σένα μπαρ καπνίζοντας και πίνοντας ως την ώρα της συνάντησης με τον δικηγόρο.
Λίγο πριν φτάσουν οι επισκέπτες στο σπίτι συγύρισε λίγο, πράγμα δύσκολο με το στρίμωγμα που υπήρχε εκεί μέσα, βιβλίων, τελάρων, σκόρπιων σχεδίων. Τελικά όταν έφτασαν κάτι είχε καταφέρει.
Ο δικηγόρος ήταν ένας μεσογειακός μελαχρινός τύπος με μουστακάκι κι ο συνοδός του ένας ψηλός ξανθός άντρας, γύρω στα εξήντα-εξήντα πέντε με ασθενική εμφάνιση.
Μετά τις συστάσεις και το βόλεμα των επισκεπτών, ο Περικλής, δεν έκανε τον κόπο να δικαιολογηθεί για την ακαταστασία, ρώτησε με αγωνία και ανυπομονησία:
----
Λοιπόν, πέστε μου πως είναι η Ερμιόνη;
----
Ησυχάστε καλά είναι, είπε στα γαλλικά ο κύριος Γκιγιόμ Μπρισό-έτσι του συστήθηκε-που κατάλαβε από το ύφος και την αγωνία, την ερώτηση του Περικλή. Από εκεί και πέρα ο διάλογος συνεχίστηκε στα γαλλικά...
----
Θα πρέπει να σας δώσω αυτό το γράμμα της, όπου υποθέτω, σας εξηγεί κάποια πράγματα, είπε ο ξένος βγάζοντας από τη μέσα τσέπη του σακακιού του το γράμμα.

Ο Περικλής, το πήρε με χέρι που έτρεμε από συγκίνηση. Το άνοιξε με το μαχαίρι της ζωγραφικής και άρχισε να διαβάζει σιωπηλά. Το γράμμα έγραφε: «Αγαπημένε μου, δεν είμαι ακόμα σε θέση να σου εξηγήσω πολλά πράγματα. Πρέπει όμως να μάθεις πως πέρασα μια τρομερή δοκιμασία και για καιρό μισούσα όλους τους άντρες ακόμα και τον πατέρα μου. Ήθελα να πεθάνω. Συνήλθα κάπως όταν έμαθα πως ήμουν έγκυος κι έζησα για να φέρω στον κόσμο αυτό το παιδί, το παιδί μας. Είναι δύο μηνών και αγόρι. Δυστυχώς δεν αντέχω να σου πω περισσότερα παρά μόνο πως σαγαπώ...Για το τι ακριβώς έγινε και το τι πρέπει να γίνει θα σε πληροφορήσει ο κύριος Μπρισό, σε παρακαλώ να του δείξεις εμπιστοσύνη». Έτσι απότομα τελείωνε το γράμμα.
Ο Περικλής απογοητευμένος από τη λιτότητα του γράμματος αλλά συγκινημένος μαθαίνοντας πως είχε ένα γιο απευθύνθηκε με σπουδή στον Ελβετό.
----
Λοιπόν; Σας ακούω, τι ακριβώς έγινε απο εκείνη τη μοιραία μέρα;

Ο Γκιγιόμ Μπρισό άρχισε να αφηγείται με γλώσσα αρκετά κατανοητή στον Περικλή που ελάχιστες φορές ζήτησε διευκρινήσεις.
----
Όταν, χτυπήσατε το Δοξαρά κι έπεσε κάτω, παριστάνοντας ότι έπαθε καρδιακό επεισόδιο- είναι μεγάλος θεατρίνος ο φίλος μου-η Ερμιόνη λιποθύμησε και προξενήθηκε ένας πανικός, προς στιγμήν. Ο πατέρας της βλέποντας την, αναίσθητη σταμάτησε το θέατρο και τη φρόντισε. Πρέπει να παραδεχτούμε πως αγαπάει υπερβολικά την κόρη του, έστω και με λάθος τρόπο. Τη μετάφερε σε νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες και μου τηλεφώνησε, ζητώντας να στείλω το προσωπικό μου αεροπλάνο, για να τη μεταφέρει στη Γενεύη, στη γιατρό της. Γνωρίζω την Ερμιόνη από τότε

44
που γεννήθηκε, ανησύχησα και ήρθα ο ίδιος με τον πιλότο. Όπως καταλαβαίνεται γυρίσαμε αγωνιώντας όλοι, στην Ελβετία. Την μεταφέραμε στο σπίτι μου και ειδοποιήσαμε τη γιατρό. Αυτό ήταν κάτι που το ζήτησε η γιατρός για ν αποφύγουμε το περιβάλλον της κλινικής. Οι άνθρωποι που τη φρόντιζαν ήταν μόνο γυναίκες, ευτυχώς το σπίτι είναι μεγάλο και δεν συναντούσε τον πατέρα της κι εμένα. Τον πρώτο μήνα ήταν σε τραγική κατάσταση, δεν έτρωγε, δε μιλούσε κι όταν έλεγε κάτι, ήταν πως ήθελε να πεθάνει. Το δεύτερο μήνα η γιατρός, παρατηρώντας κάποια συμπτώματα, που δεν είχαν και πολύ σχέση με ψυχασθένεια, της έκανε κάποιες εξετάσεις και διαπίστωσε πως η Ερμιόνη ήταν έγκυος. Αυτό, το χρησιμοποίησε για να την εκβιάσει λέγοντας της πως δεν είχε δικαίωμα να πεθάνει, γιατί κουβαλούσε μέσα της μια ζωή. Όταν η Ερμιόνη συνειδητοποίησε αυτό το γεγονός ενθουσιάστηκε και σε πολύ λίγες μέρες η κατάσταση της καλυτέρευσε σημαντικά.
Λίγο αργότερα, αποδέχτηκε την παρουσία του πατέρα της καθώς και τη δική μου, χωρίς ποτέ ναναφερθεί στα γεγονότα που την είχαν φέρει στο σπίτι μου, έδειχνε σα να σας είχε ξεχάσει, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το παιδί. Ακολουθούσε κατά γράμμα της οδηγίες της γιατρού και όσο πλησίαζαν οι μέρες, όλα έδειχναν πως είχε περάσει ο κίνδυνος για την ψυχική της υγεία.
Κύριε Περικλή, είμαστε φίλοι με το Δοξαρά από τα νιάτα μας. Είμαι επιχειρηματίας κι έχω και μια βιομηχανία. Αυτό σημαίνει πως είμαι πλούσιος, πολύ πιο πλούσιος από το φίλο μου. Δυστυχώς δεν έχω οικογένεια και είμαι πολύ άρρωστος. Πάσχω από καρκίνο, έχω κάνει τρεις εγχειρήσεις και δεν είναι γνωστό πόσες άλλες θα υποστώ ακόμα. Η Ερμιόνη υπήρξε πάντα σαν παιδί μου, πάντα έκανα για εκείνη ο, τι θα έκανα για την κόρη μου. Τη ρώτησα λοιπόν αν θα μπορούσε να επιστρέψει κοντά σας και μου είπε πολύ λογικά, πως εξακολουθεί να σας αγαπάει αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τον πατέρα της γιατί ήταν σα να τον σκότωνε και επίσης τώρα που θα είχε και την ευθύνη μιας νέας ζωής δε θα μπορούσε να την εμπιστευτεί στο αβέβαιο μέλλον ενός καλλιτέχνη. Της είπα πως θα μπορούσαμε να σας βοηθήσουμε αλλά είπε πως είστε πολύ περήφανος για να δεχτείτε, εξάλλου, είπε, αυτή ήταν πάντα και η αιτία της σύγκρουσης σας με τον Δοξαρά.
Όπως είπα, δεν έχω κληρονόμους και της πρότεινα να την παντρευτώ, με λευκό γάμο φυσικά, ώστε το παιδί όταν γεννηθεί να είναι κι ο κληρονόμος μου. Συμφώνησε με κάποια δυσκολία αλλά όταν γεννήθηκε το παιδί, στην κλινική το δήλωσε στο όνομα σας. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί κι όπως καταλαβαίνετε τώρα έχουμε ένα σύνθετο πρόβλημα. Είμαι διατεθειμένος να παντρευτώ την Ερμιόνη και να υιοθετήσω το παιδί, αλλά θα πρέπει πρώτα να υπογράψετε κάποια έγγραφα, πως αποδέχεστε την πατρότητα του παιδιού και δίνετε την άδεια για υιοθεσία. Έτσι μόνο θα μπορέσω να το υιοθετήσω. Σκεφθείτε κύριε Περικλή πως ο γιος σας θα έχει μια πολύ μεγάλη περιουσία και τη δυνατότητα να κάνει ο, τι θέλει στη ζωή του, το ίδιο φυσικά και η Ερμιόνη που είμαι βέβαιος ότι την αγαπάτε...
Ο Περικλής έδειχνε να είναι κάπου χαμένος, κάπνιζε ακατάπαυστα. Με την τελευταία φράση του Ελβετού σα να γύρισε στην πραγματικότητα.
----
Ναι, βέβαια...Τι σημασία έχει πια, μπορείτε να μου δώσετε τα χαρτιά να υπογράψω...

Ο δικηγόρος του έδωσε τα χαρτιά κι ο Περικλής έβαλε την υπογραφή του όπου του ζητήθηκε.
---- Δεν τα διαβάσατε κύριε Περικλή, παρατήρησε ο κύριος Μπρισό.
----
Δεν υπάρχει λόγος, η Ερμιόνη μου γράφει να σας έχω εμπιστοσύνη. Κανονίστε τα έτσι που να είναι όλα καλά για εκείνη και το παιδί...
----
Υπάρχει ένας όρος που σας υποχρεώνει να μην πλησιάσετε το παιδί και να του αποκαλύψετε ότι είστε ο φυσικός του πατέρας, είπε ο Ελβετός.
----
Δε μ’ ενδιαφέρει. Το παιδί είναι της Ερμιόνης, είπε θλιμμένα και τους ζήτησε να τον αφήσουν μόνο. Μετά την αναχώρηση τους, ακούμπησε το πρόσωπο του στο τραπεζάκι που του χρησίμευε για γραφείο, σχεδιαστήριο αλλά και για τραπέζι φαγητού κι έμεινε έτσι γιαρκετή

45
ώρα. Ύστερα σηκώθηκε και βγήκε στους δρόμους όπου γύριζε για ώρες...
...
Την άλλη μέρα το πρωί όταν ετοιμαζόταν να φύγει για το γραφείο είδε στο καβαλέτο, ακουμπισμένη πλάι σένα
μισοτελειωμένο πίνακα, μια κάρτα. Ήταν του Γκιγιόμ Μπρισό με όλα τα επαγγελματικά στοιχεία και τη διεύθυνση του. Την πήρε στο χέρι την κοίταξε τη χτύπησε ελαφρά στο άλλο του χέρι και μετά την έσκισε σε κομμάτια, που πέταξε στο καλάθι με τάχρηστα...

Τελικά, δεν πήγε στο γραφείο αλλά γύριζε άσκοπα στην πόλη για αρκετές ώρες. Για να μη σκέφτεται αυτό που του είχε συμβεί, γέμιζε το μυαλό του με παραστάσεις του δρόμου, της αγοράς και των αρχαιολογικών χώρων. Το μεσημέρι γευμάτισε σένα ταβερνάκι, κάτω από την Ακρόπολη.
Την επόμενη βδομάδα, ο Περικλής έδειχνε πως το είχε πάρει απόφαση και ξαναμπήκε στη ρουτίνα της δουλειάς αλλά όχι για πολύ. Ένα απόγευμα πήγε να δει τον Πέτρο στην παλιά γειτονιά, στην περιοχή της Λαχαναγοράς. Τον βρήκε στο σπίτι του.
  • ----  Τι συμβαίνει ρε, πως είσαι έτσι;
    Ο Περικλής τον κοίταξε χαμογελώντας θλιμμένα και είπε:
  • ----  Σκατά, όπως πάντα με μένα...
  • ----  Τι είναι ρε φίλε; Γιατί τόση μαυρίλα, τι θα κάνω γω με σένα γαμώτο; Ακόμα τη σκέφτεσαι, χέστην ρε δεν είναι για σένα...
    Του εξιστόρησε «τα καθέκαστα» που είχαν συμβεί και είπε:
    ----
    Ειρωνεία της τύχης, με το που έμαθα την ύπαρξη ενός γιου αποκλείσθηκα κι από τη χαρά να τον γνωρίσω και να τον ζήσω. Δεν γίνεται τίποτα με μένα, είμαι καμένο χαρτί...

    Ο Πέτρος τον αγκάλιασε από τους ώμους αλλά δε βρήκε τίποτα να του πει για να τον παρηγορήσει.
    ---- Σκέφτομαι να φύγω...
    ----
    Να φύγεις; Να πας που, για το εξωτερικό;
    ----
    Όχι, λέω να πάω ναράξω σένα νησί...
    ----
    Χειμωνιάτικα ρε φίλε! Τι να κάνεις στο νησί;
    ----
    Να εγκατασταθώ μόνιμα.
    ----
    Δεν είσαι καλά...
    ----
    Ακριβώς δεν είμαι καλά, γιαυτό πρέπει να φύγω από δω...Στην αρχή, σκέφτηκα να πάω σε μοναστήρι να γίνω μοναχός, αλλά δεν είμαι πιστός, ούτε αυτή την ευτυχία της αυταπάτης δεν μπορώ να έχω...Ύστερα είπα να ενταχθώ σε κάποια ομάδα των Ηνωμένων Εθνών, για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε χώρες που έχουν ανάγκη αλλά ούτε γιαυτό κάνω, εκείνο που θέλω είναι μάλλον να φροντίσω τον εαυτό μου, για να μην τρελαθώ...

    Εκείνη τη στιγμή μπήκε ορμητικός και φωνακλάς, στο σαλόνι ο Μπάμπης.
  • ----  Ρε Περικλή, σαν τα χιόνια. Πόσο καιρό έχω να σε δω ρε; Τι έγινε; Εμείς σαγαπάμε...
  • ----  Το ξέρω ρε Μπάμπη, γιαυτό είμαι εδώ. Δε μου λες πότε παντρεύεσαι...
--- Παντρεύομαι! Ποιος εγώ; Δεν είμαστε καλά. Περικλή μου δεν τα βγάζω πέρα για πάρτι μου, να βάλω και οικογένεια στο κεφάλι...Μη κοιτάς που ο αδερφός μας πήρε κονομημένη γυναίκα και την έψησε.
----
Σκάσε μαλάκα, μην μπει και σακούσει...του είπε ο Πέτρος ρίχνοντας του μια ελαφριά γροθιά στον ώμο.

Ο Μπάμπης κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα έπαιξε μόρτικα, ένα κομπολογάκι που κρατούσε στο χέρι και είπε:
----
Τι τα θες, από δω το σκαλίζω απο κει το σκαλίζω πάντα τελικά δίκιο έχει εκείνος ο Μαρξ, που λεει ο Πέτρος, πως το οικονομικό είναι πάνω απόλα. Εδώ πλάι πουλιέται ένα διαμέρισμα μούρλια, αν είχα χρήματα να το πάρω...
----
Τόχεις ρε μπαγάσα αν παντρευτείς, έχεις καποια που να την αγαπάς; Να την αγαπάς όμως όχι γκομενλίκι...

46
---- Μωρέ την αγαπάω και μ’ αγαπάει αλλά είναι μπατίρω σαν και μένα. ---- Λοιπόν θα στο αγοράσω εγώ αλλά μ’ έναν όρο...
----
Μάγκα με δουλεύεις; είπε ο Μπάμπης μ’ ένα μουδιασμένο χαμόγελο. ---- Γιατί ρε κόπανε σέχω δουλέψει ποτέ;

---- Όχι, εδώ που τα λέμε εγώ λέω διάφορες μαλακίες αλλά εσύ ότι λες το εννοείς, είπε ο νεαρός και σηκώθηκε όρθιος.
----
Πάμε τώρα να το κλείσουμε κιόλας, πριν το φαει κάνας άλλος γιατί είναι τύχη που είναι εδώ κοντά στον Πέτρο...

... Όταν ξαναγύρισαν στο σαλόνι, ο Μπάμπης δεν μπορούσε να κρατηθεί από τη χαρά του κι ο Πέτρος κρατούσε αγκαλιά τον Περικλή από τους ώμους.
----
Λοιπόν αύριο θα πάμε στο «θείο μου», το συμβολαιογράφο για να κάνουμε τα συμβόλαια και είναι δικό σου, με τον όρο να πάρεις τη βιβλιοθήκη μου και να τη στεγάσεις στο διαμέρισμα σου. Συμφωνείς;

---- Άκου λεει! Μπορεί βέβαια εγώ να μη διαβάσω ποτέ εκείνον τον Σαίκσπηρ-Μέξπηρ αλλά να είσαι σίγουρος πως τα παιδιά μου θα τον διαβάσουν, είπε με συγκίνηση ο Μπάμπης.
----
Για στάσου ρε Περικλή, τι θα γίνει με σένα; Σοβαρά θα πας σε νησί; Θέλεις ναπομονωθείς για να ζωγραφίσεις..., είπε ο Πέτρος.

---- Όχι, δεν πρόκειται να ξαναζωγραφίσω, θα γίνω ψαράς. Οι δυο φίλοι του, τον κοίταξαν με κατάπληξη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...