10/1/15

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (8)

Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

του  Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδη)


Η ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ



Σελίδες 9-13  Σελίδες 14-18
Σελίδες 36-43

 
Ο Περικλής την κοίταξε με απορία.
----
Δηλαδή; ρώτησε αλλά συνέχισε με ορμή: Μπορώ να κάνω ο, τι θέλεις αγάπη μου, δε με νοιάζει για το τίμημα όποιο και νάναι...Πες μου τι θέλεις να κάνω...Έκλεισε μέσα στις τρυφερές παλάμες της το πρόσωπο του, έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη κάνοντας τον νανατριχιάσει από ευτυχία. Είχε πιστέψει πως δεν θα ξανάνιωθε έτσι ποτέ πια.
----
Λοιπόν ψυχή μου, μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πρώτα; Μόνο μη μου ζητήσεις ή επιχειρήσεις να μου κάνεις έρωτα. Αυτό θα το αφήσουμε να έρθει μόνο του. Η γιατρός δεν ξέρει σε πόσο χρόνο θα συμβεί, σένα μήνα, σένα χρόνο, σε δυο, πάντως είναι βέβαιη πως θα συμβεί. Κι εγώ το πιστεύω, ήδη είχε πετύχει αρκετά η σχέση μας, ίσως ο, τι έγινε ήταν σε λάθος στιγμή. Αγάπη μου εγώ θα είμαι ευτυχισμένη μ’ ο, τι θα έχουμε, εσύ όμως πόση υπομονή μπορείς να κάνεις ακόμα;
----
Αν χρειαστεί όλη μου τη ζωή, είπε εκείνος και το πίστευε. Είχε αποφασίσει κιόλας, για να μην τη χάσει να κάνει τα πάντα. Η Ερμιόνη, γονάτισε μπροστά του, ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα του κι αναλύθηκε σε δάκρυα για αρκετή ώρα οι ώμοι της αναταράζονταν...
...
Η ζωή ξανάρχισε. Ο Περικλής και η Ερμιόνη ξαναζούσαν αυτό που είχε διακοπή τόσο απότομα και περίεργα. Ξαναπερπάτησαν όλους τους δρόμους και τα στενορύμια που είχαν άλλοτε διαβεί ανταλλάσσοντας φιλιά, χωρίς προφύλαξη πια. Ένιωθαν ελεύθεροι...

Σαν παιδιά και οι δυο δεν είχαν ποτέ συντροφιές, αυτό που λένε «παρέες». Τώρα άρχισαν σιγά-σιγά να μπαίνουν σένα τέτοιο κύκλωμα από νέους, που στην πραγματικότητα ανήκαν στον κύκλο της Ερμιόνης, παιδιά μεγαλοαστών και αστών. Τους καλούσαν σε δεξιώσεις, πάρτι, συναντιόνταν με άλλους στα κοσμικά κέντρα και καφενεία και όλοι ήξεραν πως ο Περικλής ήταν ο εραστής της Ερμιόνης.
Όπως ήταν φυσικό, αυτό το έμαθε κι ο πατέρας της. Ο μεγαλοεπιχειρηματίας, στη αρχή χάρηκε. Χρόνια προσπαθούσε να συνδεθεί η κόρη του με κάποιον νέο, για να μπορέσει να ξεπεράσει το πρόβλημα της. Και φυσικά προσδοκούσε, αυτός να είναι κάποιος της τάξης τους.
Ζήτησε να τον γνωρίσει αλλά όταν έμαθε πως είναι καλλιτέχνης ενοχλήθηκε, όχι πως δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, είχε αρκετούς πίνακες γνωστών καλλιτεχνών, αλλά εκείνος ήθελε γαμπρό, κάποιον που θα συνέχιζε τη δική του δουλειά μια και δεν είχε γιο.
Ας ήταν φτωχός, δε θα τον ενοχλούσε αυτό, φτάνει φυσικά να είχε τις ίδιες φιλοδοξίες μ’ αυτόν. Ο Περικλής όμως ήταν καλλιτέχνης και παραήταν διανοούμενος, δηλαδή εντελώς ακατάλληλος.
Διαπίστωσε όμως, πως η σχέση των δυο νέων έκανε πολύ καλό στην κόρη του, υπήρχε η πιθανότητα κοντά στον Περικλή, να γίνει μια φυσιολογική γυναίκα
Παρόλο που η Ερμιόνη, πίστευε πως ο πατέρας της δεν ήξερε τίποτα για την τελευταία νοσηλεία της, την είχε δικαιολογήσει σαν τη συνηθισμένη επίσκεψη στη γιατρό, εκείνος ήξερε και μάλιστα είχε μάθει από τη φίλη του κι όσα συνέβησαν. Εκείνη του είπε, πως ο νέος αυτός έκανε πολύ καλό στην Ερμιόνη και ήταν βέβαιη, πως παρά την κρίση που έπαθε η κοπέλα, ο άντρας αυτός ήταν εκείνος που θα την έκανε γυναίκα. Να λοιπόν η ευκαιρία και σαν καλός επιχειρηματίας δε θα την έχανε.
Το παράδοξο ήταν πως κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κι ο Περικλής ήταν κάτι σαν την Ερμιόνη, ένας ευνουχισμένος άντρας από υπέρμετρη αισθητική καλλιέργεια και μόνο η κοπέλα αυτή θα του έδινε αυτό που χρόνια περίμενε....
Ο κύριος Δοξαράς, όπως ήταν το όνομα του πατέρα της Ερμιόνης, πρότεινε να αρραβωνιαστούν και μάλιστα με μια κοσμική συγκέντρωση, που δεν είχε κάνει ποτέ άλλοτε.
Ο Περικλής δέχτηκε, αν και στο βάθος πίστευε πως όλαυτά ήσαν προσωρινά. Από τη στιγμή που έμαθε ποια ήταν η οικονομική κατάσταση της Ερμιόνης όλα ανατράπηκαν. Το όνειρο που είχε κάνει για μια ήσυχη ζωή, σαν αυτή του Αριστείδη και της Σοφίας, έσβησε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα, την αγαπούσε κι αφέθηκε σε μια σχέση που δεν είχε μέλλον, είχε όμως παρόν και μάλιστα πολύ δυνατό...

37

Οι αρραβώνες ήταν πραγματικά ένα κοσμικό γεγονός! Παραβρέθηκαν, από τον επιχειρηματικό κόσμο αρκετοί, αλλά και άνθρωποι που αυτού του είδους οι συγκεντρώσεις ήταν ο τρόπος ζωής τους, τους συναντούσε κάποιος σε κάθε τέτοια εκδήλωση, να προβάλλονται, να κάνουν επωφελείς γνωριμίες και να κουτσομπολεύουν.
Ο Περικλής, κυριεύθηκε ξαφνικά από μια περίεργη ματαιοδοξία και κάλεσε κι αυτός δικούς του ανθρώπους. Εκτός από τον συμβολαιογράφο και τη γυναίκα του, τον Αριστείδη και τη Σοφία, κάλεσε και παλιούς συνάδελφους του πατέρα του, από τον δικαστικό και δικηγορικό χώρο. Κάποιους από αυτούς είχε να τους δει από τα παιδικά του χρόνια και άλλους δεν τους γνώριζε καν. Φυσικά κάλεσε και τον Πανταζή, που τρελαινόταν για τέτοια...
...
Παρόλο που ο Περικλής ως αρραβωνιαστικός μπαινόβγαινε στο σπίτι του πεθερού, οι δυο νέοι προτιμούσαν τη γκαρσονιέρα του όπου είχαν φτάσει να κοιμούνται μαζί με μεγάλη άνεση, προσφέροντας ο ένας στον άλλο ο, τι μπορούσαν. Είχαν αρχίσει μια προσαρμογή συμβίωσης, ένιωθαν ευτυχισμένοι..

Ο Περικλής είχε αφήσει την πρωτοβουλία στην κοπέλα αν και σαν άντρας υπόφερε έχοντας πλάι του ένα υπέροχο θηλυκό. Ουσιαστικά αυνανιζόταν με χάδια φιλιά κι οπτική ικανοποίηση. Ήταν πολύ δύσκολα όλαυτά γιατί έπρεπε να προσέχει μην παραβιάσει έναν κώδικα με ημερομηνία λήξης αλλά που δεν τη γνώριζε κανένας. Μια πολύ περίεργη κατάσταση κι όμως ήσαν οι δυο τους, ευτυχισμένοι μέσα στη δυστυχία τους...
...
Ο νέος χρόνος τους βρήκε πάλι «άσπιλους κι αμόλυντους» στο σώμα αλλά όχι και στη σκέψη και την επιθυμία. Είχαν αρχίσει να γνωρίζουν ο ένας το κορμί του άλλου.

Η Ερμιόνη έδειχνε να ερεθίζεται με την επαφή των γυμνών σωμάτων, να ενδιαφέρεται και να περιεργάζεται τα γεννητικά όργανα του Περικλή. Εκείνος αφηνόταν στις θωπείες της και συχνά ηδονιζόταν σε τέτοιο βαθμό που εκσπερμάτιζε. Εκείνη γελούσε ευτυχισμένη κάθε φορά που πετύχαινε κάτι τέτοιο αλλά ο Περικλής δεν είχε τολμήσει ναγγίξει το αιδοίο της, φοβόταν μια πιθανή κρίση πάλι.
Κι ο, τι δεν τολμούσε να κάνει το διηγιόταν. Της έλεγε τολμηρές ιστορίες από το Βοκκάκιο και τον Αρετίνο, εκείνη γελούσε αλλά συνήθιζε και στην ιδέα της ερωτικής επαφής. Είχε αρχίσει να δέχεται στην αγκαλιά της το γυμνό κορμί του, όπως παλιά κι ο Περικλής είχε αρχίσει να πιστεύει πως πέρασε ο κίνδυνος κρίσης κι άρχισε να γίνεται πιο τολμηρός αλλά με σύνεση.
Αναπάντεχα ένα βράδι, του Γενάρη καθώς χάιδευε και φιλούσε το κορμί της, η Ερμιόνη του ζήτησε ψιθυριστά, γεμάτη πόθο να της κάνει έρωτα.
Ξαφνιάστηκε, τη ρώτησε αν είναι βέβαιη πως το θέλει, εκείνη πήρε την πρωτοβουλία και τον βοήθησε να μπει ανάμεσα στα σκέλη της αφήνοντας μια κραυγή πόθου και ηδονής...
Το φως της μέρας έμπαινε από τις γρίλιες στη γκαρσονιέρα του Περικλή. Στο κρεβάτι, ένα διπλό σύγχρονο κρεβάτι, το παλιό μπήκε στην αποθήκη, κοιμόταν η αγαπημένη του. Της έριχνε λοξές ματιές καθώς ήταν πλάι του και δεν πίστευε ακόμα πως είχε γίνει δική του, έτσι απλά μ’ ένα σπασμό. Η ηδονή που ένιωσε ο ίδιος, μια και δεν ήταν μόνο σαρκική ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Η Ερμιόνη ύστερα από την πρώτη φορά ήταν ασυγκράτητη, του ζήτησε πολλές φορές ως το πρωί, να μπει μέσα της κι έλεγε πως ήταν μεγάλη ανοησία να στερηθεί τόσα χρόνια αυτήν την ευτυχία. Ευχαρίστησε πολλές φορές τον Περικλή που τη βοήθησε με την υπομονή και την αγάπη του να γίνει μια φυσιολογική γυναίκα. Εκείνος όμως δεν της είπε πως κι εκείνη με την αγάπη της τον είχε κάνει φυσιολογικό άντρα. Αν το έλεγε θα μείωνε το μέγεθος της θυσίας του κι αυτό δεν θα του άρεσε.
Η Ερμιόνη δεν τον ρώτησε ποτέ αν είχε σχέση πριν με άλλη γυναίκα, το είχε σα δεδομένο γιατί ο νέος ήταν επαρκώς διαβασμένος και σαυτόν τον τομέα κι έδινε την εντύπωση πως γνωρίζει καλά τις γυναίκες...
Η νταντά ήταν η πρώτη που έμαθε το νέο και δεύτερη η γιατρός στη Γενεύη. Ο Δοξαράς το έμαθε κι αυτός πριν γυρίσει από ένα ταξίδι και η αλήθεια είναι πως χάρηκε. Ίσως ήταν από τους λίγους πατεράδες που χάρηκαν γιατί η κόρη τους έκανε έρωτα αλλά σιγά, μεθοδικά άρχισε να
38

υπονομεύει το δεσμό της κόρης του με το ζωγράφο. Όποτε συναντιόνταν είχαν σχεδόν πάντα μια σύγκρουση ή στην πολιτική ή σε άλλα κοινωνικά θέματα πάντα βέβαια στα πλαίσια της υποτιθέμενης ευπρέπειας πράγμα που έκανε τον Περικλή να νευριάζει γιατί διαπίστωνε πως ο κύριος Δοξαράς ήταν απαράμιλλος στην υποκρισία και τη σκευωρία.
Κατάλαβε πως για να ζήσεις με κάποιον, δεν ήταν εύκολο γιατί υπήρχαν πάντα οι άλλοι, συγγενείς, φίλοι που άμεσα ή έμμεσα, επηρέαζαν τη ζωή σου...
----
Θα μπορούσες να κάνεις μια έκθεση στο Παρίσι ή στη Ζυρίχη, ακόμα και στη Νέα Υόρκη. Έχουμε τον τρόπο, γνωρίζω ανθρώπους που θα βοηθήσουν. Με το αζημίωτο φυσικά, πρόσθεσε με ειρωνικό χαμόγελο ο Δοξαράς καθώς ήσαν καθισμένοι με τον Περικλή και την Ερμιόνη στο σαλόνι του διαμερίσματος του επιχειρηματία.

Του μιλούσε πάντα στον ενικό ενώ ο νέος επέμενε στον πληθυντικό, όχι από σεβασμό αλλά γιατί δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε οικειότητα μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Εξάλλου στον πληθυντικό μιλούσε στον πατέρα και τη μητέρα του.
----
Για να κάνω έκθεση πρέπει να έχω έργα και δεν έχω...Θα χρειαζόμουν χρόνο...
----
Δεν είσαι και μικρός, τι κάνεις τόσα χρόνια; Δε ζωγραφίζεις; δεν κερδίζεις χρήματα από τη δουλειά σου; πως ζεις;

Οι παρατηρήσεις ήρθαν απανωτές, η Ερμιόνη ένιωσε δυσάρεστά και πήγε κάτι να πει, αλλά ο πατέρας της τη σταμάτησε.
----
Σε παρακαλώ κόρη μου, άφησε τον ναπαντήσει εκείνος, μην επεμβαίνεις.
----
Ναι, θα σας απαντήσω, προς το παρόν δε ζω από τη ζωγραφική μου, δουλεύω σένα διαφημιστικό γραφείο...
----
Ω, διαφημιστής δηλαδή και μάλιστα υπάλληλος, είπε σχεδόν με περιφρόνηση και συνοδεύοντας τη φράση μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, ο Δοξαράς.

Ο Περικλής ένιωσε να τρέμει, τα νεύρα του ήσαν τεντωμένα, κοίταξε τα μάτια της αγαπημένης του που τον ικέτευαν να μην αντιδράσει και δεν μίλησε..
----
Λοιπόν τι σεμποδίζει να στρωθείς στη δουλειά και να σκαρώσεις μερικούς πίνακες, καμιά τριανταριά είναι αρκετοί, για να κάνεις μια έκθεση; Μάλιστα στη Νέα Υόρκη, όπου σέξη μήνες θα πάρω μέρος κι εγώ σε μια διεθνή εμπορική έκθεση με τα προϊόντα που αντιπροσωπεύω. Με την ευκαιρία αυτή θα σου οργανώσουμε μια έκθεση σε μια από τις καλύτερες γκαλερί εκεί.

Ο Περικλής σηκώθηκε. Εξωτερικά έδειχνε ήρεμος μέσα του όμως ήταν έτοιμος να εκραγεί. ---- Δε σκοπεύω να κάνω έκθεση, τουλάχιστον τον επόμενο χρόνο κι επειδή αντιμετωπίζετε, μ’ αυτά που λετε, την Τέχνη σαν εμπόρευμα θα προτιμούσα να μην ξανασυζητήσουμε γιαυτό. Χαίρετε, είπε και προχώρησε προς την έξοδο.
Η Ερμιόνη έριξε μια επιτιμητική ματιά στον πατέρα της, που χαμογελούσε περιπαικτικά ρουφώντας το χαβανέζικό πούρο του κι έτρεξε πίσω από τον αρραβωνιαστικό της. Τον πρόλαβε στην έξοδο και τον παρακάλεσε:
----
Μην τον παίρνεις στα σοβαρά αγάπη μου...

---- Δεν ξέρω τι να κάνω γλυκιά μου, έχω υποστεί κι ανεχτεί πολλές προσβολές, δεν ξέρω αν θαντέξω...
----
Μα ψυχή μου αυτό επιδιώκει, κάνει υπομονή...
----
Γιατί να κάνω υπομονή; Εγώ δεν περιμένω κάτι από τον πατέρα σου, για να κάνω υπομονή ώστε να το αποχτήσω...

---- Εμένα δε με θέλεις αγάπη μου;
----
Το μόνο που θέλω στη ζωή μου!
----
Μα, για να μ’ έχεις πρέπει να τα πας καλά με τον πατέρα μου, έχει οικονομική δύναμη, μπορεί να σε βοηθήσει ναναδειχτείς ψυχή μου...
----
Δεν θέλω ναναδειχτώ με τον τρόπο του...Αν ήθελες θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε οι δυο μας, έχεις προσόντα μπορείς να δουλέψεις, να δουλέψουμε μαζί. Θα τα καταφέρουμε...

Η Ερμιόνη άρπαξε το πανωφόρι της και τον ακολούθησε έξω από το σπίτι. Έκανε τσουχτερό
39

κρύο, περπάτησαν αγκαλιασμένοι και κατάληξαν στο σπίτι του. Γιαρκετή ώρα, τους απασχόλησε η συμπεριφορά του Δοξαρά αλλά σιγά-σιγά παρασύρθηκαν από τα αισθήματα, που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο και βρέθηκαν στο κρεβάτι να κάνουν έρωτα. Η άνεση της κοπέλας, σε κάτι που λίγο καιρό πριν της ήταν τρομαχτικό να το δεχτεί, έκανε κατάπληξη και στην ίδια...
Εκείνο το πρωί ο Περικλής, την άφησε στο σπίτι του να κοιμάται κι εκείνος έφυγε για τη δουλειά του, αφήνοντας της ένα σημείωμα γεμάτο ευχαριστίες και τρυφερότητα Η Ερμιόνη πριν γυρίσει στο σπίτι της σκέφτηκε να του κάνει έκπληξη περνώντας από το γραφείο του.
Όταν βρέθηκε στο σαλόνι υποδοχής, πρώτη φορά βρισκόταν εκεί, οι δυο κοπέλες την κοίταξαν με περιέργεια κι ενδιαφέρον.
  • ----  Παρακαλώ; είπε η Έλλη και σηκώθηκε.
  • ----  Θα ήθελα να δω τον κύριο Περικλή...
    Η Βιβή πετάχτηκε χαμογελαστή και πρόθυμη γεμάτη περιέργειά.
  • ----  Καθίστε παρακαλώ, θα τον ειδοποιήσω, είπε και χάθηκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του Περικλή. Μόλις μπήκε του φώναξε:
  • ----  Έκπληξη...
    Τι έκπληξη παιδί μου; Εσύ είσαι η έκπληξη; είπε ο Περικλής ζαρώνοντας τα φρύδια.
  • ----  Όχι, μια πολύ ωραία δεσποινίδα που σε περιμένει στο σαλόνι με πολύ γαλλική φινέτσα...
  • ----  Τι; η Ερμιόνη! Τι θέλει εδώ...
  • ----  Ε, καιρός ήταν να τη γνωρίσουμε κι εμείς...Μας την έκρυβες τόσο καιρό...
    Ο Περικλής τινάχτηκε, την παραμέρισε και όρμησε προς το σαλόνι, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του κοριτσιού. Μετά δυο-τρία βήματα σταμάτησε, πισωγύρισε και την αγκάλιασε
από τους ώμους.
  • ----  Με συγχωρείς κορίτσι μου, σε παρακαλώ...
  • ----  Καλά, καλά σε καταλαβαίνω...Πήγαινε, είπε η Βιβή με κατανόηση. Ο Περικλής μπήκε ορμητικός κι ανήσυχος στο σαλόνι.
  • ----  Ερμιόνη, τι συμβαίνει αγάπη μου; Πως, πως από δω; Την αγκάλιασε και τη φίλησε.
  • ----  Δεν συμβαίνει τίποτα ψυχή μου. Περνούσα απέξω και...και είπα να σε δω...Μήπως δεν έπρεπε; Αυτό το είπε στα γαλλικά.
    ----
    Όχι, όχι εντάξει...την παράσυρε προς το γραφείο του. Ξαφνικά σταμάτησε, χαμογέλασε με κάποια αμηχανία στις δυο κοπέλες και τις σύστησε, ζητώντας συγγνώμη για την παράλειψη.

    Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η θύρα του γραφείου του Πανταζή και ο διαφημιστής εμφανίστηκε έτοιμος να δώσει κάποια εντολή στα κορίτσια. Βλέποντας την Ερμιόνη σταμάτησε γοητευμένος. ---- Ω, δεσποινίς Δοξαρά, τι τιμή να μας επισκεφθείτε. Υποκλίθηκε με φινέτσα, η Ερμιόνη του έδωσε το χέρι κι εκείνος το έφερε στα χείλη του με αβρότητα.
    ----
    Περικλή, περάστε στο γραφείο μου να προσφέρουμε κάτι στη μνηστή σου, πρώτη φορά έρχεται στο γραφείο μας...
    ----
    Ευχαριστούμε αλλά μια άλλη φορά, βιαζόμαστε πρέπει να πάμε κάπου, δεν έχεις αντίρρηση να λείψω για λίγο.

  • ----  Μα τι λες τώρα, ξέρεις ότι μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι όποτε θέλεις...
    Όταν βρέθηκαν στο δρόμο, η Ερμιόνη ρώτησε παραξενεμένη:
  • ----  Γιατί του είπες ψέματα του ανθρώπου αφού...
  • ----  Για να σε απαλλάξω από τη φλυαρία του αγάπη μου, υποφέρω εγώ δε χρειάζεται να υποφέρεις και συ...
... Όλα έδειχναν πως η άνοιξη είχε μπει, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, ο καιρός μαλακός, το βράδι ήρεμο αλλά στο σαλόνι του Δοξαρά, υπήρχε πάλι αναστάτωση. Πεθερός και γαμπρός είχαν αρχίσει, με πρωτοβουλία πάντα του Δοξαρά, μια έντονη διαμάχη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν απλώς διαμάχη αλλά μονομαχία δυο ανθρώπων που διεκδικούσαν την ίδια γυναίκα. Ο ένας την αγαπημένη του κι ο άλλος την κόρη του. Ο Περικλής, ύστερα από τις παρακλήσεις της Ερμιόνης κρατούσε μια αμυντική στάση απέναντι στην επιθετικότητα του
40

πεθερού, μια ήπια άμυνα.
Αυτό το βράδι ο Δοξαράς ήταν προκλητικός, ανάπτυξε για άλλη μια φορά τη θεωρία του,

που δεν ήταν παρά αυτή των απανταχού εμπόρων κι αδίστακτων επιχειρηματιών. Στην ουσία περιέγραφε το πως θα ήθελε αυτός τον σύζυγο της κόρης του και κληρονόμο όλων αυτών που είχε πετύχει εκείνος.
----
Ο άντρας της κόρης μου, πρέπει να είναι ικανός να την προστατέψει κι όχι να έχει τις δικές της ανασφάλειες κι ευαισθησίες. Δε χρειάζομαι άλλον έναν αδύνατο χαρακτήρα αλλά κάποιον σαν εμένα. Να μπορεί να τη στηρίξει...

---- Ναι το είδαμε αυτό στην πράξη. Πόσο την προφυλάξατε όταν είχε μια τρομαχτική εμπειρία, σαν παιδί και παρά τον πλούτο σας, δεν καταφέρατε τόσα χρόνια, αυτό που πέτυχε ένας άνθρωπος με ευαισθησίες, που τόσο περιφρονείτε, να την κάνει μια φυσιολογική γυναίκα.
Ο Δοξαράς τινάχτηκε όρθιος! Αναψοκοκκίνισε, ανοιγόκλεισε τα χέρια, τα δάχτυλά του συσπάστηκαν και τον κοίταξε με τέτοιο μίσος που αντί να κατευνάσει τον Περικλή τον έκανε να συνεχίσει χαιρέκακα.
----
Πάρτε το απόφαση κύριε Δοξαρά, πως η Ερμιόνη είναι ενήλικη κι έχουμε αποφασίσει να παντρευτούμε, έστω και χωρίς τη θέληση σας, να κάνουμε τη δική μας οικογένεια, η κόρη σας είναι πια και δική μου...

---- Αυτό ποτέ!! Ούρλιαξε ο επιχειρηματίας και τινάχτηκε όρθιος, πλησίασε τον Περικλή που καθόταν σε μια πολυθρόνα και του άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.
Εκείνος πετάχτηκε όρθιος, τίναξε τη γροθιά του στο σαγόνι του Δοξαρά και τον έριξε ανάσκελα στο χαλί. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν η Ερμιόνη και η νταντά κι έτρεξαν αλαφιασμένες, προς το μέρος του επιχειρηματία που είχε ανασηκωθεί και κρατώντας το στήθος του φώναζε.
----
Με σκότωσε το κάθαρμα, ωχ, ωχ η καρδιά μου...

---- Τι υποκριτής, τι ψεύτης, ψιθύρισε οργισμένος ο Περικλής και όρμησε προς την έξοδο. Στο χολ άρπαξε το πανωφόρι από το πορτ- μαντό, άνοιξε την εξώθυρα και βγήκε στο διάδρομο. Από τα νεύρα του, δεν είχε την υπομονή να περιμένει το ασανσέρ. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και στο πεζοδρόμιο παραμιλούσε προκαλώντας την περιέργεια των περαστικών.
Δεν πήγε στο σπίτι του, περπατούσε για δυο ώρες στους δρόμους ώσπου βρέθηκε μπροστά σένα μπαρ και μπήκε μέσα. Ήπιε απανωτά δυο κονιάκ και συνέχισε να πίνει σκεπτόμενος όλα τα γεγονότα. Άρχισε ναναρωτιέται, αν έπρεπε ναντιδράσει έτσι. Δεν είχε χτυπήσει ποτέ του άνθρωπο, δεν ήταν βίαιος τι διάολο είχε πάθει;
Μια ώρα αργότερα, σκέφτηκε μήπως πραγματικά ο Δοξαράς έπασχε από την καρδιά του, μήπως είχε πάθει έμφραγμα; Έπρεπε να τηλεφωνήσει στην Ερμιόνη, να μάθει. Πήγε στο τηλέφωνο αλλά παρόλο που περίμενε αρκετά δεν απάντησε κανένας. Πήρε και ξαναπήρε αλλά τίποτα. Άρχισε νανησυχεί.
Βγαίνοντας από το μπαρ, σταμάτησε στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο που συνάντησε. Παρά την επιμονή του, το τηλέφωνο δεν απαντούσε. Κοίταξε το ρολόι του, είχαν περάσει σχεδόν πέντε ώρες από τη στιγμή της σύγκρουσης. Έπρεπε να πάει στο σπίτι του Δοξαρά, να δει την Ερμιόνη, να της εξηγήσει...
Στάθηκε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας και πίεσε το κουδούνι. Δεν απαντούσαν, ξαναπίεσε πολλές φορές τίποτα. Δεν ήταν δυνατόν! Κι αν ακόμα είχε πάθει κάτι ο επιχειρηματίας και τον είχαν πάει στο νοσοκομείο θα ήσαν στο σπίτι η υπηρέτρια και η μαγείρισσα. Πίεσε το κουδούνι του θυρωρείου κι εκεί πίεσε και ξαναπίεσε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο θυρωρός.
---- Τι συμβαίνει κυρ-Θωμά, γιατί δεν απαντάνε από του Δοξαρά;
----
Μα δεν τα μάθατε; Αρρώστησε η δεσποινίς Ερμιόνη και την πήγαν στο νοσοκομείο...
----
Η Ερμιόνη! Πού, που σε ποιο νοσοκομείο; Και που είναι οι άλλοι, όλοι πήγαν στο νοσοκομείο; ----
----
Απάνω δεν είναι κανένας...Δυο ώρες αργότερα, που το πρώτων βοηθειών πήρε τη δεσποινίς,
41

ήρθε ο κύριος Δοξαράς, πλήρωσε την υπηρέτρια και τη μαγείρισσα και τις έδιωξε, γιατι λεει το σπίτι έκλεισε κι εκείνος με τη κόρη του θα έφευγαν για την Αγγλία, Ελβετία, κάτι τέτοιο.
Ο Περικλής πέταξε ένα ευχαριστώ και μια καληνύχτα στο θυρωρό και όρμησε στους δρόμους. Στο μυαλό του, σκάρωνε αλληλοσυγκρουόμενες ιστορίες για να εξηγήσει αυτά που είχαν συμβεί.
Πάντως από τη γροθιά του, δεν είχε πάθει τίποτα ο Δοξαράς μια και δυο ώρες αργότερα, είχε ενεργήσει τα σχετικά με την αναχώρηση του στο εξωτερικό. Όσο για την Ερμιόνη είναι βέβαιο πως είχε πάθει κρίση και γιαυτό και η μετάβαση στην Ελβετία.
Όλη τη νύχτα γύριζε στους δρόμους και τα χαράματα κατάκοπος έπεσε στο κρεβάτι του. Όταν ξύπνησε ήταν απόγευμα, μόνο που γιαρκετή ώρα δεν είχε συνείδηση ποιας μέρας. Πρέπει να ήταν Κυριακή, θυμήθηκε πως το Σάββατο βράδι βρισκόταν στο σπίτι του πεθερού του. Κατέβηκε στο δρόμο πήρε ένα ταξί και πήγε στην παλιά γειτονιά της Λαχαναγοράς, στο σπίτι του Πέτρου. Του τα είπε όλα και μπροστά στο φίλο του, δε ντράπηκε να κλάψει. Έμεινε εκείνο το βράδι κοντά του...
Την άλλη μέρα, τηλεφώνησε στον Πανταζή πως θα έλειπε μερικές μέρες, με την αρραβωνιαστικιά του στο Παρίσι. Εκείνος ξαφνιάστηκε δεν του είχε μιλήσει γιαυτό το ταξίδι. ---- Ήταν κάτι ξαφνικό κι απρόβλεπτο θα σου εξηγήσω όταν επιστρέψω, του είπε κι έκλεισε.
Σκεφτόταν να ψάξει να τη βρει, να μάθει τι είχε συμβεί ακριβώς. Πήγε στην τηλεφωνική εταιρία και πήρε στη Γενεύη για να ρωτήσει στην εκεί τηλεφωνική εταιρία, αν υπήρχε στους καταλόγους της το όνομα Δοξαράς. Η απάντηση ήταν αρνητική. Ήταν φυσικό, ο πρώην πεθερός του είχε χρόνια που είχε φύγει απο την πόλη αυτή. Θα έμενε όποτε βρισκόταν εκεί σε ξενοδοχείο. Τηλεφώνησε στην τηλεφωνική εταιρία στο Παρίσι, του είπαν πως υπήρχε καταχωρημένο όνομα Δοξαράς και του έδωσαν τον αριθμό. Με λαχτάρα τον πήρε αλλά όσες φορές κι αν προσπάθησε δεν πήρε απάντηση.
Απελπίστηκε δε γινόταν τίποτα, έπρεπε να πάει στην Ελβετία, ευτυχώς το διαβατήριο του ίσχυε, κατάφερε βρήκε εισιτήριο και πέταξε για τη Γενεύη.
Έμεινε δυο μέρες σαυτή την πόλη αλλά δεν είδε τίποτα παρά την τηλεφωνική εταιρία, απόπου τηλεφώνησε σόλες τις νευρολογικές και ψυχιατρικές κλινικές, ρωτώντας αν είχαν ασθενή με το όνομα της αγαπημένης του. Οι απαντήσεις ήσαν αρνητικές. Την άλλη μέρα πήγε ο ίδιος στα θυρωρεία τους αλλά και πάλι δεν βρήκε τίποτα. Θυμήθηκε τις τελευταίες λέξεις στη φράση του θυρωρού, πως πήγαν στην Αγγλία ή στην Ελβετία. Μήπως είχαν πάει στην Αγγλία; Γρήγορα όμως απόκλεισε την περίπτωση αυτή γιατί η γιατρός της ήταν στη Γενεύη, κρίμα που τόσο καιρό δεν είχε ρωτήσει το όνομα της. Όλαυτά τα αρνητικά έδιναν μια...κατάφαση, ίσως η Ερμιόνη να μη χρειάστηκε θεραπεία, να ήταν καλά. Αυτό τον χαροποίησε αλλά όχι για πολύ. Αν ήταν έτσι δεν έπρεπε να του τηλεφωνήσει; Να τον καθησυχάσει; Ξαφνικά φώναξε:
----
Είμαι ηλίθιος τι κάνω εδώ πέρα, αν πραγματικά είναι καλά και μου τηλεφωνήσει; Που θα με βρει;

Το ίδιο βράδι ξαναγύρισε στην Αθήνα και την άλλη μέρα πήγε από τους πρώτους στο γραφείο.
Περίμενε κάθε μέρα, ένα τηλεφώνημα της που όμως δεν έγινε ποτέ. Πέρασαν δυο βδομάδες και η εκδοχή, του να είναι καλά η Ερμιόνη, απομακρυνόταν. Ήταν βέβαιος πως αν η κοπέλα ήταν καλά, όλον αυτόν τον καιρό, θα εύρισκε τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Και τότε του πέρασε μια τρομερή σκέψη! Το ότι δεν το έκανε, σήμαινε πως ήταν έγκλειστη σε κάποια κλινική ή πως ήταν καλά και τον είχε απορρίψει. Είχε πάρει το μέρος του πατέρα της.
Σιγά-σιγά αποδέχτηκε την τελευταία εκδοχή και παρόλο που πόνεσε πολύ, ησύχασε. Ο Δοξαράς είχε παίξει ένα παιχνίδι πόκερ μαζί του και με μια επιδέξια μπλόφα, είχε κερδίσει...
... Τις βδομάδες που ακολούθησαν, στο γραφείο είχαν μάθει όλοι πως ο Περικλής και η αρραβωνιαστικιά του χώρισαν και πως εκείνη, είχε φύγει στο εξωτερικό. Κανένας δεν ήξερε
42



λεπτομέρειες και ούτε θα μάθαινε ποτέ. Ρίχτηκε στη δουλειά πιστεύοντας πως έτσι θα ξεπερνούσε τη συμφορά του.
Και πραγματικά, απασχολημένος τη μέρα στο γραφείο, ξεχνούσε, τα βράδια όμως η θύμηση της αγαπημένης του ήταν οδυνηρή. Περισσότερο πονούσε που δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει.
Άρχισε και να ζωγραφίζει. Αποφάσισε να κάνει έκθεση, ξύπνησε η φιλοδοξία του καλλιτέχνη και το κίνητρο ήταν κάπως απλοϊκό. Αποκτώντας φήμη θα μπορούσε ναποδείξει στους Δοξαράδες-έτσι τους αντιμετώπιζε πια, σαν οικογένεια-πως ήταν πολύ πιο σπουδαίος από αυτούς που το μόνο που είχαν ήσαν τα χρήματα...
Παρόλο που είχε την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει ένα μεγάλο χώρο γιατελιέ. εξακολουθούσε να ζει στην γκαρσονιέρα και να ζωγραφίζει σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες. Κοιμόταν πλάι σε τελάρα, στο καβαλέτο και στα χρώματα.
----
Θα πάθεις μολυβδίαση έτσι που ζεις βρε παιδί μου, του έλεγε ο Αριστείδης αλλά ο Περικλής χαμογελούσε μελαγχολικά και δεν άλλαζε τον τρόπο ζωής του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...