Ένα μουντό απογευμα, στα τέλη του Νοέμβρη, ο Περικλής μπήκε στο σπίτι ορμητικά, κάτι τον ανησυχούσε. Ο δικαστής τον είχε στείλει στο νοσοκομείο να βρει το γιατρό της μητέρας του, ο οποίος είχε επισημάνει ένα παυσίπονο για να καταπραϋνει τους πόνους της.
Γύρισε με το φάρμακο, είχε λείψει κάπου δυο ώρες κι έτρεξε στο δωμάτιο της άρρωστης. Η νοσοκόμα δεν ήταν εκεί και η μητέρα του τρανταζόταν από αγωνία. Έτρεξε κοντά της δεν ήξερε τι να κάνει, της μιλούσε γεμάτος αγωνία αλλά εκείνη έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται ούτε την παρουσία του. Πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο ψάχνοντας τη νοσοκόμα. Δε φαινόταν πουθενά, έτρεξε στο γραφείο του πατέρα του να τον ειδοποιήσει για την κατάσταση της άρρωστης αλλά ήταν άδειο. Από την αγωνία του άρχισε, απεγνωσμένα, ν’ ανοίγει διάφορες θύρες.
Άνοιξε και τη θύρα στο δωμάτιο της υπηρεσίας κι έμεινε άναυδος! Πάνω σ’ ένα ντιβάνι, ο πατέρας του αγκομαχούσε ανάμεσα στα σκέλια της νοσοκόμας. Ο δικαστής τινάχτηκε κι άρπαξε το παντελόνι ενώ η νοσοκόμα προσπάθησε, με το σεντόνι, να σκεπάσει τη γύμνια της.
---- Κάθαρμα, η γυναίκα σου πεθαίνει και συ πηδάς τη νοσοκόμα της, ούρλιαξε ο Περικλής. Ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμιζε μια τέτοια λέξη! Ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσε στον ενικό. Τώρα καταλάβαινε γιατί οι νοσοκόμες ήσαν πάντα νέες και ωραίες.
Έβγαλε μια κραυγή οργής, βρόντηξε τη θύρα κι έτρεξε στο δωμάτιο της μητέρας του. Τη βρήκε να έχει τα μάτια ορθάνοιχτα, ακίνητα, καθρέφτες του τελευταίου πόνου. Έπεσε πάνω της την ψαχούλευε, την ταρακουνούσε, την παρακαλούσε να μη φύγει, της μιλούσε τρυφερά...
Σε λίγο έφτασαν κι ο δικαστής με τη νοσοκόμα. Στάθηκαν στο κατώφλι βουβοί και ταραγμένοι. Ο νεαρός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη θύρα. Το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα πόνου και τα μάτια του απλανή αλλά ούτε ένα δάκρυ δεν κυλούσε στα μάγουλα του. Παραμέρισαν για να περάσει και η νοσοκόμα έτρεξε προς το μέρος της άρρωστης, την ακολούθησε ο δικαστής.
Ο Περικλής βγήκε από το σπίτι και χάθηκε στους δρόμους...Λίγο αργότερα, ο δικαστής, αφού διαπιστώθηκε ο θάνατος της γυναίκας του, βγήκε ορμητικά από το δωμάτιο ψάχνοντας το γιο του. Δεν τον βρήκε πουθενά στο σπίτι. Κάθισε τότε στο γραφείο του και φρόντισε τα σχετικά με την κηδεία. Ύστερα πήρε στο τηλέφωνο το φίλο του τον συμβολαιογράφο. Πίστευε πως εκεί θα είχε καταφύγει ο Περικλής. Ο Χρήστος και η γυναίκα του ήσαν σχεδόν οι μόνοι από τους φίλους της οικογένειας που συμπαθούσε κι εκτιμούσε ο Περικλής. Μάλιστα αποκαλούσε θείο το Χρήστο και θεία τη συμβία του. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν άλλοι συγγενείς, ούτε από την πλευρά του δικαστή ούτε από της γυναίκας του. Ο Περικλής ήταν «ανάδελφος», δεν είχε γνωρίσει αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες και ξαδέρφια. Φαίνεται το είχε ανάγκη και είχε κάνει δικούς του...εξ αγχιστείας συγγενείς τους δυο αυτούς ανθρώπους. Αλλά κι εκείνοι τον αγαπούσαν πολύ, τον γνώριζαν από μωρό.
Στο τηλέφωνο, απάντησε ο συμβολαιογράφος. Ο δικαστής τον ρώτησε αν είχε φανεί από εκεί ο Περικλής κι όταν εκείνος απάντησε αρνητικά, τον πληροφόρησε για το θάνατο της γυναίκας του και για ο,τι είχε συμβεί με τη νοσοκόμα και την αντίδραση του γιου του, που είχε εξαφανιστεί. Ο Χρήστος, ήταν ο μόνος που γνώριζε τις ερωτικές δραστηριότητες του δικαστή και δεν είχε αποκαλύψει τίποτα σχετικό ούτε στη γυναίκα του. Τον καθησύχασε πως αν εμφανιζόταν το παιδί, θα του τηλεφωνούσε αμέσως.
Ο δικαστής ακουγόταν συντριμμένος. Για το ότι αποκαλύφτηκε η υποκρισία του ή για το πόσο κακό είχε κάνει πιθανόν στο γιο του αυτή η αποκάλυψη; Δε θα μπορούσε να το βεβαιώσει κανένας αυτό. Ο συμβολαιογράφος απόφυγε να του κάνει οποιαδήποτε κριτική και του έστειλε τη γυναίκα του, να του συμπαρασταθεί στη φροντίδα για τα σχετικά με το ξόδι...
Αργά το βράδι, ο Περικλής αφού περιπλανήθηκε στους δρόμους, τηλεφώνησε στο συμβολαιογράφο.
---- Έλα Περικλή μου, που είσαι αγόρι μου; Μόλις έφυγες από το σπίτι τηλεφώνησε ο πατέρας σου, ήταν ανήσυχος και συντριμμένος...
---- Ο πατέρας μου θείε, είναι κάθαρμα...
---- Μη συνεχίσεις παιδί μου, τα ξέρω όλα μου τα είπε, ηρέμισε. Έλα από δω, η θεία πήγε στο σπίτι σου να φροντίσει τη νεκρή...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Στην κηδεία της μητέρας του, δεν πήγε ο Περικλής κι ούτε γύρισε στο σπίτι του, έμεινε στου συμβολαιογράφου. Ο πατέρας του ζήτησε να τον δει αλλά ο νεαρός αρνήθηκε και ζήτησε μέσω του Χρήστου να υπογράψει ο δικαστής για να πάρει τα χρήματα από την κληρονομιά της μητέρας του, πράγμα που εκείνος δεν αρνήθηκε αφού πρώτα, επίμονα αλλά μάταια προσπάθησε να τον πείσει, πάντα μέσω του συμβολαιογράφου, να γυρίσει στο σπίτι, πως τον είχε ανάγκη, τον χρειαζόταν...
Ο Περικλής κατάθεσε το ποσό στ’ όνομα του σε μια τράπεζα, δεν ήταν τεράστιο αλλά, με σχετική οικονομία θα έφτανε να τελειώσει το γυμνάσιο και τουλάχιστον άλλα πέντε χρόνια σπουδών.
Ο «θείος», του πρότεινε να συνεχίσει τη διαμονή του στο σπίτι, θα ήταν χαρά γι’ αυτόν και τη γυναίκα του, τουλάχιστον ώσπου να τελειώσει το σχολείο, αλλά ο νέος αρνήθηκε, ήθελε να μείνει μόνος.
---- Όχι, θα ψάξω και θα βρω να νοικιάσω ένα μικρό διαμέρισμα. Θα έρχομαι να σας βλέπω συχνά και έχετε την άδεια μου να τον πληροφορείτε για την υγεία μου γιατί ξέρω πως θ’ ανησυχεί. Αν και τον μισώ, δε θέλω να τον κάνω να υποφέρει απλώς θέλω να είμαι μακριά του. Και πέστε θείε στο δικαστή αν θελήσει να μου επιβάλει την πατρική κηδεμονία, επειδή είμαι ανήλικος θα φτάσω να τον καταγγείλω δημόσια...
Ο δικαστής αναγκάστηκε ν’ αποδεχτεί την κατάσταση κι έστειλε, με τον Χρήστο, τα πράγματα που είχε ζητήσει ο Περικλής...
... Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ο Περικλής έξη μήνες μετά την εγκατάσταση του στη γειτονιά του Πέτρου και δουλεύοντας σκληρά στη λαχαναγορά, ένιωθε πραγματική ικανοποίηση. Είχε δοκιμάσει τη σωματική του δύναμη και το ψυχικό του σθένος και τα κατάφερε μια χαρά. Το συναίσθημα της ανεξαρτησίας που ένιωσε αυτόν τον καιρό ήταν συναρπαστικό.
Οι σχέσεις του με τον συμβολαιογράφο ήσαν αρμονικές, συχνά τα μεσημέρια της Κυριακής τον καλούσαν για γεύμα. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί του και τον Πέτρο να του προσφέρει μια «μπουρζουάδικη» γαστριμαργική πανδαισία, όπως έλεγε ο νεαρός αχθοφόρος της λαχαναγοράς. Ο συμβολαιογράφος και η συμβία του ήσαν ευτυχισμένοι, εκείνες τις ώρες που είχαν κοντά τους αυτούς τους νεαρούς. Ένιωθαν γονείς, δεν είχαν αποχτήσει δικά τους παιδιά.
Ο δικαστής μάθαινε όλα τα σχετικά με το γιο του. Το ότι ο Περικλής περνούσε συχνά τις Κυριακές κοντά στους φίλους του, έκανε τον πατέρα να ζηλέψει και να παραπονεθεί χαμογελώντας θλιμμένα πως του πήραν το γιο του.
---- Το παιδί σ’ αγαπάει αλλά είναι περήφανος και πεισματάρης σαν και σένα, κάνε υπομονή, του έλεγε ο συμβολαιογράφος.
Για να τιμήσει την αποφοίτηση, με άριστα, του Πέτρου και του Περικλή, ο μαστρο-Φώτης
οργάνωσε μια γιορτή στην αυλή του σπιτιού. Μαζεύτηκε εκεί όλη η μικρή φτωχογειτονιά, πρώτη
φορά αποφοιτούσε από το γυμνάσιο παιδί της περιοχής και μαζί με τον Πέτρο τιμούσαν και τον
Περικλή σα να ήταν δικός τους.
Έξη μήνες βέβαια δεν είναι αρκετοί για ν’ αφομοιωθείς σε μια τάξη ανθρώπων όταν η επαφή μαζί τους είναι μόνο ο χώρος της δουλειάς και μάλιστα όταν είσαι υποχρεωμένος, να μαθητεύσεις σ’ αυτή τη δουλειά. Όμως ανακάλυπτε έναν καινούργιο κόσμο και ήταν ενθουσιασμένος.
---- Μη συνεχίσεις παιδί μου, τα ξέρω όλα μου τα είπε, ηρέμισε. Έλα από δω, η θεία πήγε στο σπίτι σου να φροντίσει τη νεκρή...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Στην κηδεία της μητέρας του, δεν πήγε ο Περικλής κι ούτε γύρισε στο σπίτι του, έμεινε στου συμβολαιογράφου. Ο πατέρας του ζήτησε να τον δει αλλά ο νεαρός αρνήθηκε και ζήτησε μέσω του Χρήστου να υπογράψει ο δικαστής για να πάρει τα χρήματα από την κληρονομιά της μητέρας του, πράγμα που εκείνος δεν αρνήθηκε αφού πρώτα, επίμονα αλλά μάταια προσπάθησε να τον πείσει, πάντα μέσω του συμβολαιογράφου, να γυρίσει στο σπίτι, πως τον είχε ανάγκη, τον χρειαζόταν...
Ο Περικλής κατάθεσε το ποσό στ’ όνομα του σε μια τράπεζα, δεν ήταν τεράστιο αλλά, με σχετική οικονομία θα έφτανε να τελειώσει το γυμνάσιο και τουλάχιστον άλλα πέντε χρόνια σπουδών.
Ο «θείος», του πρότεινε να συνεχίσει τη διαμονή του στο σπίτι, θα ήταν χαρά γι’ αυτόν και τη γυναίκα του, τουλάχιστον ώσπου να τελειώσει το σχολείο, αλλά ο νέος αρνήθηκε, ήθελε να μείνει μόνος.
---- Όχι, θα ψάξω και θα βρω να νοικιάσω ένα μικρό διαμέρισμα. Θα έρχομαι να σας βλέπω συχνά και έχετε την άδεια μου να τον πληροφορείτε για την υγεία μου γιατί ξέρω πως θ’ ανησυχεί. Αν και τον μισώ, δε θέλω να τον κάνω να υποφέρει απλώς θέλω να είμαι μακριά του. Και πέστε θείε στο δικαστή αν θελήσει να μου επιβάλει την πατρική κηδεμονία, επειδή είμαι ανήλικος θα φτάσω να τον καταγγείλω δημόσια...
Ο δικαστής αναγκάστηκε ν’ αποδεχτεί την κατάσταση κι έστειλε, με τον Χρήστο, τα πράγματα που είχε ζητήσει ο Περικλής...
... Όταν τελείωσε το γυμνάσιο ο Περικλής έξη μήνες μετά την εγκατάσταση του στη γειτονιά του Πέτρου και δουλεύοντας σκληρά στη λαχαναγορά, ένιωθε πραγματική ικανοποίηση. Είχε δοκιμάσει τη σωματική του δύναμη και το ψυχικό του σθένος και τα κατάφερε μια χαρά. Το συναίσθημα της ανεξαρτησίας που ένιωσε αυτόν τον καιρό ήταν συναρπαστικό.
Οι σχέσεις του με τον συμβολαιογράφο ήσαν αρμονικές, συχνά τα μεσημέρια της Κυριακής τον καλούσαν για γεύμα. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί του και τον Πέτρο να του προσφέρει μια «μπουρζουάδικη» γαστριμαργική πανδαισία, όπως έλεγε ο νεαρός αχθοφόρος της λαχαναγοράς. Ο συμβολαιογράφος και η συμβία του ήσαν ευτυχισμένοι, εκείνες τις ώρες που είχαν κοντά τους αυτούς τους νεαρούς. Ένιωθαν γονείς, δεν είχαν αποχτήσει δικά τους παιδιά.
Ο δικαστής μάθαινε όλα τα σχετικά με το γιο του. Το ότι ο Περικλής περνούσε συχνά τις Κυριακές κοντά στους φίλους του, έκανε τον πατέρα να ζηλέψει και να παραπονεθεί χαμογελώντας θλιμμένα πως του πήραν το γιο του.
---- Το παιδί σ’ αγαπάει αλλά είναι περήφανος και πεισματάρης σαν και σένα, κάνε υπομονή, του έλεγε ο συμβολαιογράφος.
*
Έξη μήνες βέβαια δεν είναι αρκετοί για ν’ αφομοιωθείς σε μια τάξη ανθρώπων όταν η επαφή μαζί τους είναι μόνο ο χώρος της δουλειάς και μάλιστα όταν είσαι υποχρεωμένος, να μαθητεύσεις σ’ αυτή τη δουλειά. Όμως ανακάλυπτε έναν καινούργιο κόσμο και ήταν ενθουσιασμένος.
Στο σπίτι, εκτός από την οικογένεια του μαστρο-Φώτη δεν έβλεπε σχεδόν άλλους, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό κλεινόταν στο δωμάτιο του, είχε μεταφέρει στοιχειώδη πράγματα από το πατρικό του εκεί, το κρεβάτι και γενικά τα έπιπλα του δωματίου του. Τη βιβλιοθήκη της μητέρας του θα την έπαιρνε όταν θα μπορούσε να νοικιάσει κάποιον μεγαλύτερο χώρο. Όλα εδώ ήσαν προσωρινά ώσπου να τελειώσει το γυμνάσιο και να που είχε φτάσει αυτή η ώρα...
Την άλλη μέρα από το γλέντι, ήταν Κυριακή, εκεί γύρω στις δέκα το πρωί μαζεύτηκαν στο μόνιμα στρωμένο τραπεζάκι της αυλής, με τους δυο πάγκους, ο μαστρο-Φώτης, ο Πέτρος, ο Περικλής, ο Μπάμπης είχε πιει κάτι παραπάνω και κοιμόταν ακόμα.
Η κυρά-Φώταινα, τους έψησε καφέ πικρό να συνεφέρουν από το χτεσινοβραδινό γλέντι. Η αυλή είχε αδειάσει από τραπέζια και καρέκλες, ο μαστρο-Φώτης σηκώθηκε πρωί και με το φορτηγάκι του τα μετάφερε στο καφενείο απ’ όπου τα είχε δανειστεί...
---- Λοιπόν λεβέντες από αύριο η ζωή σας αλλάζει. Πετρή, το αφεντικό μας από καιρό μου έχει πει πως μόλις τελειώσεις το σχολείο σε θέλει ν’ αναλάβεις να τσεκάρεις τα εμπορεύματα, τα τιμολόγια και τα ρέστα. Τέρμα το ιδροκόπι και το κουβάλημα, είπε ο Φώτης και γυρνώντας προς τον Περικλή του είπε:
---- Εσύ Περικλή, τι σκοπεύεις να κάνεις; Από αύριο πάλι στο γκεζί, ή σκοπεύεις να τα παρατήσεις;
---- Στο γκεζί;...Τι είναι το γκεζί;
---- Αμάν μωρ’ αδερφέ μου, έξη μήνες είσαι μαζί μας ακόμα δεν έμαθες τη γλώσσα της πιάτσας; είπε γελώντας ο Πέτρος.
---- Εύκολο τόχεις, η γλώσσα αυτή έχει λέξεις απ’ όλα τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία...Αν κατάλαβα, γκεζί είναι η καθημερινότητα...η δουλειά μας.
---- Τόπιασες μάγκα, είπε ο Πέτρος και του έριξε μια στην πλάτη.
---- Ναι, στο γκεζι. Δεν ξέρω άλλη δουλειά, προς το παρόν τουλάχιστον, είπε ο Περικλής ρουφώντας τον καφέ του και συνέχισε:
---- Κουτσά στραβά μιλάω και δυο ξένες γλώσσες, γαλλικά και γερμανικά, θα μπορούσα να δουλέψω και σε ξενοδοχείο αλλά δε γουστάρω. Κατά τα μέσα Ιουλίου-Αυγούστου θα πάρω ένα μήνα άδεια, θα κάνω διακοπές σε κανα αιγαιοπελαγίτικο νησί, θα μου δώσεις άδεια αφεντικό, είπε γυρνώντας προς το μαστρο-Φώτη.
---- Άδεια; τι άδεια Περικλή μου. Δεν είμαι αφεντικό, όποτε γουστάρεις φεύγεις κι όποτε γουστάρεις έρχεσαι. Φτάνει να υπάρχει δουλειά και δουλειά βέβαια στο επάγγελμά μας, υπάρχει γι’ ανθρώπους σαν εμάς που έχουν κουράγιο να ιδρώνουν...Ξέρεις τι ανεργία υπάρχει στον τόπο; Για εξακόσιες χιλιάδες μιλάνε, όσο για μετανάστες ξεπέρασαν τις ογδόντα χιλιάδες...Εσύ δε θα πας στο πανεπιστήμιο, δε θα σπουδάσεις τη δουλειά του πατέρα σου;
---- Όχι, τα νομικά δε μ’ αρέσουν αλλά ούτε και κάτι άλλο αποφάσισα ακόμα.
---- Αλήθεια Περικλή, τόσο καιρό δε σε ρώτησα, δε μου πέφτει λόγος, να πούμε, αλλά γιατί έφυγες από το σπίτι σου; ρώτησε με κάποιο δισταγμό ο πατέρας του Πέτρου.
---- Αν με ρωτούσες πριν έξη μήνες δε θα σου έλεγα, ούτε του Πέτρου του έχω πει κι ούτε με ρώτησε ποτέ, αλλά τώρα μπορείτε να το μάθετε γιατί σας θεωρώ δικούς μου ανθρώπους και γενικά είστε πια η οικογένεια μου.
Τους διηγήθηκε όσα έγιναν με το θάνατο της μητέρας του αλλά και τις σχέσεις του με τους γονείς του και για την ανατροφή του. Από την παιδική του ηλικία, άκουγε τους γονείς του να τσακώνονται. Από τα έξη του χρόνια σχεδίαζε πολύ καλά και η μητέρα του τον ήθελε καλλιτέχνη, ενώ ο πατέρας του νομικό. Εκείνος βέβαια, σαν παιδί, έκανε εκείνο που του άρεσε περισσότερο. Έκανε από τότε σκίτσα της μητέρας του, πολλά σκίτσα μέχρι σχεδόν πέρυσι, επίσης του πατέρα του αλλά εκείνου του τα έκανε κρυφά, παρ’ όλ’ αυτά τον πετύχαινε, ήξερε τόσο καλά το πρόσωπο του, τον θαύμαζε πάντα. Εχει ένα μεγάλο χαρτοφύλακα μ’ αυτά τα σχέδια.
---- Πραγματικά ζωγραφίζεις πολύ ωραία, έχεις κάνει τις φάτσες ολονών μας, είπε ο μαστρο- Φώτης.
---- Γιατί δε δίνεις στη Σχολή Καλών Τεχνών; ρώτησε ο Πέτρος.
---- Δε θέλω, δεν ξέρω δεν είμαι πολύ πειθαρχικό άτομο. Θέλω να μαθαίνω μόνος μου, ερασιτεχνικά...
---- Ναι, βέβαια μέχρι ερασιτεχνικά ήρθες να μάθεις ...χαμάλης, είπε γελώντας ο Πέτρος και γέλασαν όλοι.
---- Τέλος πάντων θα πάω πρώτα διακοπές και βλέπουμε...Τι θα έλεγες μαστρο-Φώτη νάρθει κι ο Πέτρος μαζί μου;
---- Ο Πέτρος δεν μπορεί γιατί τον χρειάζομαι. Βέβαια, του αξίζει να κάνει διακοπές, μας έκανε όλους περήφανους αλλά Περικλή μου έχουμε πάρει ένα διαμέρισμα, εδώ παρακάτω στην πολυκατοικία, αυτή που χτίζεται τώρα και πρέπει ως το Σεπτέμβρη που θα τελειώσει, να έχουμε τα λεφτά, χρόνια τα μαζεύουμε. Έχουμε δώσει προκαταβολή και δίνουμε δόσεις κάθε μήνα και καταλαβαίνεις αν δεν πληρώσουμε θα το χάσουμε και θα χάσουμε και τα λεφτά. Είναι καλό σπίτι, τρία δωμάτια, νάχει ο καθένας τη γωνιά του, να δούμε άσπρη μέρα. Φτάνει πια σ’ αυτό το ρημάδι...
Το ρημάδι ήταν ένα μονώροφο παλιό οίκημα, στο ισόγειο έμενε ο μαστρο-Φώτης με την οικογένεια του και ο Περικλής στον όροφο, σ’ ένα δωμάτιο, κουζίνα και τουαλέτα.
---- Αν είναι να μείνεις στη γειτονιά, υπάρχει μια γκαρσονιέρα στην πολυκατοικία, είπε πάλι ο Φώτης.
---- Θα δούμε μετά τις διακοπές...
... Ένα βράδι στο «ρημάδι», την κατοικία του μαστρο-Φώτη και του Περικλή, εμφανίστηκε κάποιος που ο Πέτρος κι ο Μπάμπης αποκαλούσαν θείο ήταν αδερφός της Φώταινας και μόλις είχε γυρίσει από την εξορία.
---- Εξορία; Τι εξορία ρε παιδιά; ρώτησε ο Περικλής που όλ’ αυτά τα χρόνια μέσα στο χώρο που μεγάλωνε δεν είχε πάρει είδηση τι ακριβώς είχε γίνει στη χώρα. Άκουγε για Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά αλλά εκτός από το ότι καταλάβαινε πως ήσαν πολιτικές παρατάξεις που διεκδικούσαν την εξουσία δεν ήξερε πολλά πράγματα.
Μέσες-άκρες του εξήγησε ο Πέτρος κι αυτό ήταν όλο για τον Περικλή. Ο ίδιος στην οικογένεια του δεν είχε τέτοιες περιπτώσεις.
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ