Τον ακούς να μιλάει για τον καφέ και στο πρόσωπο του είναι σχηματισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται και το ότι είχε έρθει για λίγες μέρες στην Αθήνα και βλέπει υψηλού επιπέδου καφέ να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο.
Ο Κώστας ζει μόνιμα από το 2005 στην Σουηδία. Εκεί τελειοποίησε με προσωπική αναζήτηση και δουλειά τις γνώσεις του στον καφέ, άνοιξε το δικό του εστιατόριο-καφέ, άρχισε να ψήνει μόνος του speciality coffee και συμμετείχε σε διαγωνισμούς με διακρίσεις.
Ο Costas of Sweden είναι ο πρώτος Έλληνας που κέρδισε τίτλους και αποτέλεσε παράδειγμα για όλη αυτή την έξαρση που ζούμε στην χώρα μας.
Καλά το μάντεψες. Γυναίκα τον τράβηξε στον Σουηδία. Αλλά το μικρόβιο του καφέ το είχε από αρκετά μικρός:
“Ξεκίνησα στον χώρο του καφέ 14 χρονών στα Χανιά από όπου κατάγομαι. Ακόμα και πριν τελειώσω το σχολείο δούλευα. Και μετά δεν πήγα να σπουδάσω. Μπορεί να έκανα και άλλες δουλειές, πωλητής ας πούμε, αλλά πάντα δούλευα με τον καφέ. Είτε full time είτε part time. Από το 1998 (όπου γνώρισε την γυναίκα του) μέχρι το 2003 πηγαινοερχόμουν Σουηδία-Ελλάδα.
Είχα ανοίξει ένα μαγαζί στα Χανιά σε αυτό το διάστημα το οποίο κλείσαμε λόγω αρχαιολογίας. Αλλά από τότε που μετακόμισα μόνιμα στην Σουηδία άρχισα σαν barista και έγινα υπεύθυνος καφέ σε ένα μαγαζί που μόλις είχε ανοίξει. Δεν μίλαγα καν την γλώσσα αλλά ήμουν σε πολύ υψηλό επίπεδο σε σχέση με τους ντόπιους της περιοχής”.
Ο Κώστας άρχισε να φτιάχνει όνομα και να γίνεται γνωστός μέσα από τους διαγωνισμούς, τοπικούς και παγκόσμιους. Πρωταθλητής Latte Art Σουηδίας το 2006, 3η θέση στο WLA την ίδια χρονιά στη Βέρνη, πρωτάθλημα Barista Σουηδίας 2007, 12ος στο WBC του 2007 στην Ιαπωνία ενώ Πρωταθλητής Barista Σκανδιναβίας 2007 (μέλος της Εθνικής Ομάδας της Σουηδίας).
“Όσο ήμουν στην Ελλάδα δεν είχα ιδέα για διαγωνισμούς και όταν έφτασα στο Ούμεο ήρθαν, με βρήκαν οι διοργανωτές και μου λένε πρέπει να λάβεις μέρος. Έτσι το 2003 ήταν η πρώτη μου συμμετοχή. Δεν ήξερα καν την γλώσσα. Ήταν 15-20 άτομα σε κάθε προκριματικό. Κερδίζω στην βόρεια Σουηδία. Το 2004 ήταν οι ημιτελικοί. Δεν υπήρχε τότε το speciality σαν μόδα αλλά εγώ είχα κατέβει με ένα δικό μου blend που είχα φτιάξει σε συνεργασία με ένα τοπικό καφεκοπτείο”.
“Να φανταστείς πόσο άπειρος ήμουν το 2004 είχε στους διαγωνισμούς μηχανές La Marzocco. Δεν τις είχα ξαναδεί ποτέ μου. Δεν είχα καμία επαφή με αυτό. Η ποιότητα και ο τρόπος παρασκευής ήταν πρωτόγνωρα. Πήγα να κάνω προπόνηση και ένιωθα σα να μου έχουν δώσει να κουμαντάρω μία Ferrari. Τότε βγήκα 4ος ανάμεσα σε 70 άτομα και αμέσως έγινα γνωστός στην Σουηδία. Μπορεί να μιλούσα παστά σουηδικά όμως κάποια στοιχεία μου δεν τα είχαν ξαναδεί.
Τις δύο επόμενες χρονιές κατέβαινα με πείσμα στους διαγωνισμούς αλλά έβγαινα δεύτερος. Την μια χρονιά μάλιστα είχα βρει στον μύλο μου καμμένα καλώδια. Δεν έδωσα σημασία. Το 2006 ήμουν πάλι δεύτερος αλλά βγήκα latte art champion κάτι που με οδήγησε στο πρώτο μου παγκόσμιο στην Βέρνη το 2006. Τρίτος με διαφορά μόλις 1,5-2 πόντους από τον πρώτο.
Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με Έλληνες barista. Τον Στέφανο Δωματιώτη στους διαγωνισμούς τον γνώρισα”. (σ.σ. ο Στέφανος είναι έξι φορές πρωταθλητής στο πανελλήνιο και φέτος κέρδισε το World Brewers Cup)
Ενώ μιλάμε με τον Κώστα στην παρέα μας προστίθεται ο Χρήστος Καβράκος (ιδιοκτήτης του Mind the cup) και ο Χρήστος Λουκάκης (τρίτος στο φετινό World Barista Championship 2014). Τους βλέπω και τους δύο να ακούνε τον Κώστα σαν να είναι δάσκαλος ενώ εκείνος συνεχίζει να μας μιλάει για τους διαγωνισμούς.
“Ήταν η πρώτη χρονιά που χρησιμοποίησα το idr (intelligent dosing ring). Επίσης είχα κάνει διπλό γέμισμα στα portafilter και χρησιμοποίησα έναν μύλο με πετάλι. Όλα δικές μου πατέντες που τις σκεφτόμουν και προσπαθούσα να γίνω καλύτερος. Τότε είχα βγει πρώτος ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες και τρίτος στον κόσμο. Το 2007 βγαίνω στην Σουηδία πρώτος επιτέλους και έκανα τρομερή προετοιμασία για το παγκόσμιο στο Τόκιο. Είχα μια φοβερή ομάδα τριγύρω μου που με βοηθούσαν. Έγιναν πράγματα και θαύματα όμως εκεί και τελικά βγήκα ενδέκατος και ήταν η τελευταία φορά που συμμετείχα”.
Όπως σου είπα, στο Ούμεο στην βόρεια Σουηδία, ο Κώστας έχει ανοίξει δικό του μαγαζί. Ένα εστιατόριο με ελληνική κουζίνα το οποίο συνδυάζει και το μεγάλο πάθος του. Τον καφέ. Εκεί έχει και το καβουρδιστήρι του στο οποίο ψήνει μερικούς από τους καλύτερους καφές που βγαίνουν παγκοσμίως.
“Το 2005 είχα ξεκινήσει δικό μου μαγαζί ενώ το 2006 ήρθε το πρώτο καβουρδιστήρι. Επειδή είχα συνεργασία με άλλα καφεκοπτεία μου είχε μπει σε μικρόβιο. Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσω να ψήνω. Ο κάθε καφές σου δίνει δικές του γεύσεις. Είναι όμως μερικοί που σου αφήνουν κάτι διαφορετικό στο μυαλό. Από το 2006 κάθε χρόνο έχω gheisha. Έχω κάποιους παραγωγούς που κάνουν κάθε χρόνο 30 κιλά για μένα.
Ο καφές δεν έχει ταβάνι. Ο κόσμος ακόμα δεν το έχει δεχτεί πλήρως αυτό. Στην αρχή είχα δεχτεί πολύ κριτική. Ήμουν σε μικρή πόλη και επειδή δεν γίνονταν όλα αυτά στην πρωτεύουσα και στην συμπρωτεύουσα έλεγαν τρελός είναι αυτός; Αλλά σήμερα έχει εξελιχθεί αρκετά το roasting στην Σουηδία. Είμαστε γύρω στα 15 με 20 και είναι μια κουλτούρα που ήρθε για να μείνει”.
Η πρώτη φορά που άκουσα για τον Κώστα είναι όταν ο Χρήστος Καβράκος είχε επισκεφθεί το Ούμεο και το καφεκοπτείο του για να τον γνωρίσει. Κάπου εκεί τον ρωτάω πως βλέπει το επίπεδο στην Αθήνα.
“Είναι υψηλότερο από αυτό που νομίζουμε. Έχουμε ανέβει πάρα πολύ. Τα πρώτα χρόνια στα παγκόσμια πρωταθλήματα σνόμπαραν τους Έλληνες. Τότε μας είχαν λίγο στην άκρη. Μου έλεγαν τι να μας πουν οι Έλληνες; Για τον Φραπέ; Υποτιμητικά. Τώρα όμως έχουν αλλάξει αντιμετώπιση μετά τις πολλές διακρίσεις των Ελλήνων. Και γενικότερα οι Έλληνες πελάτες έχουν αρχίσει να εκπαιδεύονται σε αυτό το θέμα. Ο πατέρας μου ας πούμε από τότε που του έμαθα τον espresso τον βλέπεις με το aeropress και δεν μπορεί να πιει καφέ αλλού”.
Λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας τον ρωτάω αν έχει σκεφτεί να έρθει στην Ελλάδα να κάνει κάτι. “Μου το έχουν πει πολλοί. Δεν το έχω σκεφτεί αλλά σίγουρα θα το ήθελα”.
Το χαμόγελο από τα χείλη του δεν είχε φύγει ούτε λεπτό. Εκείνη την ημέρα μαζί με τους άλλους barista είχε κάνει tour στην Αθήνα στα καλύτερα cafe της πόλης. Μου μίλαγε για κάθε ένα ξεχωριστά και για το πόσο έχει ανέβει το επίπεδο σαν να ήταν όλα δικά του. Έτσι όμως τα ένιωθε. Και έβγαζε τόση περηφάνια για όλο αυτό που είχε αντικρίσει. Για όλο αυτό, που με την αναγνωρισιμότητα του και την πρωτοπορία του προκάλεσε και αυτός με κάποιον τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ