Ο ΑΠ' ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
του Θύμιου Ευαγγελίδη (Αγγελίδης)
Σελίδες 9-13
Στα μέσα του Ιουλίου ο Περικλής κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Στη γωνία, στη συμβολή
δυο δρόμων που είχαν τα ονόματα περίφημων γλυπτών της αρχαιότητας, υπήρχε ένα κατάστημα
με είδη ζωγραφικής. Από εκεί είχε αγοράσει, μαζί με τη μητέρα του, τα πρώτα κραγιόνια από
κάρβουνο για να κάνει τα σκίτσα του πιο έντονα. Ήταν τότε που μπήκε στο γυμνάσιο.
Με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου πωλητή αγόρασε ένα βαλιτσάκι με τέμπερες και χρωματιστές κιμωλίες «παστέλ» και μερικά μπλοκ. Τυπικά γνώριζε, από διαβάσματα του, όλα σχεδόν τα υλικά ζωγραφικής αλλά μέχρι τώρα είχε κάνει μόνο σχέδια με μαύρο και «σαγκουίνι» κραγιόνι. Δεν είχε δουλέψει χρώμα, το φοβόταν, αλλά τώρα ήταν αποφασισμένος να το επιχειρήσει εκεί στις ερημικές ακτές του νησιού που είχε διαλέξει για τις διακοπές του. Κάποιος του είχε μιλήσει γι’ αυτό. Ήταν ήσυχο, οι τουρίστες ήσαν σπάνιοι ακόμα εκεί...
... Γύρω στις δέκα, ένα φωτεινό, ήσυχο πρωινό, το καράβι μπήκε στο λιμάνι του νησιού. Ο Περικλής βγήκε από τους πρώτους στη στεριά ανακουφισμένος. Τα πλοία της συγκοινωνίας, στα νησιά, δεν ήσαν ακόμα καλά εξοπλισμένα για άνετα ταξίδια, ιδιαίτερα σ’ αυτά που ο τουρισμός ήταν περιορισμένος.
Με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου πωλητή αγόρασε ένα βαλιτσάκι με τέμπερες και χρωματιστές κιμωλίες «παστέλ» και μερικά μπλοκ. Τυπικά γνώριζε, από διαβάσματα του, όλα σχεδόν τα υλικά ζωγραφικής αλλά μέχρι τώρα είχε κάνει μόνο σχέδια με μαύρο και «σαγκουίνι» κραγιόνι. Δεν είχε δουλέψει χρώμα, το φοβόταν, αλλά τώρα ήταν αποφασισμένος να το επιχειρήσει εκεί στις ερημικές ακτές του νησιού που είχε διαλέξει για τις διακοπές του. Κάποιος του είχε μιλήσει γι’ αυτό. Ήταν ήσυχο, οι τουρίστες ήσαν σπάνιοι ακόμα εκεί...
... Γύρω στις δέκα, ένα φωτεινό, ήσυχο πρωινό, το καράβι μπήκε στο λιμάνι του νησιού. Ο Περικλής βγήκε από τους πρώτους στη στεριά ανακουφισμένος. Τα πλοία της συγκοινωνίας, στα νησιά, δεν ήσαν ακόμα καλά εξοπλισμένα για άνετα ταξίδια, ιδιαίτερα σ’ αυτά που ο τουρισμός ήταν περιορισμένος.
9
Η πρώτη του φροντίδα ήταν να βρει δωμάτιο και βρήκε στο λιμάνι, σ’ ένα νεόχτιστο σπίτι
όπου έμενε κι ο ιδιοκτήτης, ένας ψαράς με την οικογένεια του.
Το παλιό χωριό, η Χώρα, ήταν χτισμένο ψηλά σ’ ένα λόφο αλλά τα τελευταία χρόνια τα σπίτια, κάτασπρα κατέβαιναν προς τη θάλασσα κι έμοιαζαν με μεγάλες ασβεστόπετρες που είχαν κατρακυλίσει την πλαγιά κι έζωσαν το λιμάνι.
Ο σπιτονοικοκύρης του ήταν νέος άντρας, γύρω στα τριάντα, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα, πραγματικά εκπληκτικά όμορφη και μόνο όταν μιλούσε, ο Περικλής απογοητευόταν γιατί η φωνή της και η προφορά της, βαριά νησιώτικη, δεν ταίριαζε στην αισθητική του. Είχαν κι ένα γλυκό κοριτσάκι εφτά χρονώ που ο νέος κέρδισε πολύ γρήγορα τη συμπάθεια του.
Την πρώτη μέρα στο νησί την πέρασε ανεβαίνοντας ψηλά στη Χώρα. Περιδιαβάζοντας τα πλακόστρωτα δρομάκια, έφτασε στην κορυφή του λόφου όπου υπήρχε ένα ερειπωμένο κάστρο κι από τον αυλόγυρο μιας εκκλησιάς αγνάντεψε, κάτω χαμηλά, το λιμάνι και τη θάλασσα ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ευχάριστη θέα που πρώτη φορά αντίκρυζε.
Ο Περικλής δεν είχε ταξιδέψει πολύ στη ζωή του. Οι δικοί του δε συνήθιζαν τα ταξίδια. Η μητέρα του ως κοπελίτσα, πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε κάνει μερικά στο Παρίσι και κάποια άλλα στα κοντινά στην πρωτεύουσα νησιά, ο δικαστής ακόμα λιγότερα...
... Την άλλη μέρα ο σπιτονοικοκύρης του, πήρε στη βάρκα του τον Περικλή και τον άφησε μισό μίλι πιο πέρα από το λιμάνι, σε μια ακτή που ήταν η επίσημη «πλαζ» του τόπου.
Βρισκόταν κάτω από έναν κατακόρυφο όχτο από μεγάλα συμπαγή τμήματα μαρμαρόπετρας, με ύψος γύρω στα σαράντα μέτρα. Πάνω στην κορυφή, στο φρύδι του όχτου φύτρωναν χαμοπρίναρα και θυμάρια. Που και που, ανάμεσα στα πετρώματα όπου είχε σωρευτεί φτενό χώμα, φύτρωναν διάφορα φυτά. Για ν’ ανέβεις τον όχτο είχε μόνο μια πρόσβαση, ένα στενό μονοπάτι χαραγμένο από τα γίδια.
Κάτω λοιπόν από αυτόν τον τεράστιο κάθετο βράχο, σχηματιζόταν ένας πανέμορφος ορμίσκος με μια εκτεταμένη λουρίδα ψιλής άμμου που έσβηνε ομαλά μέσα στα ρηχά γαλανά νερά, που ύστερα από τρία-τέσσερα μέτρα σκούραιναν σημάδι πως βάθαινε η θάλασσα. Ιδανικός τόπος για κολύμπι.
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι έβγαινες σ’ ένα δρόμο που κατηφόριζε για το λιμάνι. Από αυτή την πρόσβαση πηγαινοέρχονταν όσοι είχαν γερά πόδια και πνευμόνια, για τους άλλους υπήρχαν βάρκες που έρχονταν από το λιμάνι για να μεταφέρουν ή να πάρουν πίσω κολυμβητές.
Ο Περικλής δεν ήταν ιδιαίτερα καλός κολυμβητής, ίσα-ίσα που κατάφερνε να επιπλέει. Γενικά δεν είχε καλές σχέσεις με τον αθλητισμό κι αν δεν είχε δουλέψει, τους τελευταίους εφτά μήνες στη λαχαναγορά θα ήταν ένα τυπικό δείγμα «Λελέ», όπως έλεγε ο Πέτρος.
Η χειρονακτική δουλειά, πραγματικά μέστωσε το εφηβικό σώμα του. Είχαν δυναμώσει οι βραχίονες του, ο θώρακας είχε φαρδύνει κι απόχτησε στιβαρότητα στα πόδια. Τώρα με το «μαγιό» όλ’ αυτά ήσαν φανερά και καθώς ήταν όμορφος στο πρόσωπο, εντυπωσίαζε.
Οι λουόμενοι στον ορμίσκο ήσαν στο σύνολο τους σχεδόν, παρεπιδημούντες, οι ντόπιοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες σπάνια έφταναν εδώ. Έτσι οι συνηθισμένοι, καθημερινά ήσαν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, εκείνος γύρω στα εξήντα κι εκείνη πενήντα, πενήντα πέντε, διάφορα άλλα ζευγάρια πάνω από τριάντα χρονώ, μερικά από αυτά ήσαν ξένοι, έτσι ο Περικλής είχε την ευκαιρία ν’ ασκήσει τα γαλλικά και τα γερμανικά του.
Ήταν ο μικρότερος σε ηλικία, εκτός από μερικά παιδιά των ζευγαριών ή κάποιους νεαρούς ντόπιους...
Την πρώτη μέρα ο Περικλής κολύμπησε ώσπου κουράστηκε. Ύστερα ξάπλωσε στον ήλιο πάνω σ’ ένα ψαθί που είχε φέρει μαζί του, στριφογυρίζοντας το κορμί να μην καεί. Δεν ήταν μελαχρινός αλλά είχε σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια κι επιδερμίδα σταρένια έτσι δεν κινδύνευε να γίνει «σαν αστακός» παρ’ όλ’ αυτά έπαιρνε προφυλάξεις για ένα σωστό μαύρισμα.
Δυο ώρες αργότερα φόρεσε ένα «μακό» μπλουζάκι, το παντελόνι, μάζεψε την ψάθα και σκαρφάλωσε στο μονοπάτι.
Το παλιό χωριό, η Χώρα, ήταν χτισμένο ψηλά σ’ ένα λόφο αλλά τα τελευταία χρόνια τα σπίτια, κάτασπρα κατέβαιναν προς τη θάλασσα κι έμοιαζαν με μεγάλες ασβεστόπετρες που είχαν κατρακυλίσει την πλαγιά κι έζωσαν το λιμάνι.
Ο σπιτονοικοκύρης του ήταν νέος άντρας, γύρω στα τριάντα, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα, πραγματικά εκπληκτικά όμορφη και μόνο όταν μιλούσε, ο Περικλής απογοητευόταν γιατί η φωνή της και η προφορά της, βαριά νησιώτικη, δεν ταίριαζε στην αισθητική του. Είχαν κι ένα γλυκό κοριτσάκι εφτά χρονώ που ο νέος κέρδισε πολύ γρήγορα τη συμπάθεια του.
Την πρώτη μέρα στο νησί την πέρασε ανεβαίνοντας ψηλά στη Χώρα. Περιδιαβάζοντας τα πλακόστρωτα δρομάκια, έφτασε στην κορυφή του λόφου όπου υπήρχε ένα ερειπωμένο κάστρο κι από τον αυλόγυρο μιας εκκλησιάς αγνάντεψε, κάτω χαμηλά, το λιμάνι και τη θάλασσα ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ευχάριστη θέα που πρώτη φορά αντίκρυζε.
Ο Περικλής δεν είχε ταξιδέψει πολύ στη ζωή του. Οι δικοί του δε συνήθιζαν τα ταξίδια. Η μητέρα του ως κοπελίτσα, πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε κάνει μερικά στο Παρίσι και κάποια άλλα στα κοντινά στην πρωτεύουσα νησιά, ο δικαστής ακόμα λιγότερα...
... Την άλλη μέρα ο σπιτονοικοκύρης του, πήρε στη βάρκα του τον Περικλή και τον άφησε μισό μίλι πιο πέρα από το λιμάνι, σε μια ακτή που ήταν η επίσημη «πλαζ» του τόπου.
Βρισκόταν κάτω από έναν κατακόρυφο όχτο από μεγάλα συμπαγή τμήματα μαρμαρόπετρας, με ύψος γύρω στα σαράντα μέτρα. Πάνω στην κορυφή, στο φρύδι του όχτου φύτρωναν χαμοπρίναρα και θυμάρια. Που και που, ανάμεσα στα πετρώματα όπου είχε σωρευτεί φτενό χώμα, φύτρωναν διάφορα φυτά. Για ν’ ανέβεις τον όχτο είχε μόνο μια πρόσβαση, ένα στενό μονοπάτι χαραγμένο από τα γίδια.
Κάτω λοιπόν από αυτόν τον τεράστιο κάθετο βράχο, σχηματιζόταν ένας πανέμορφος ορμίσκος με μια εκτεταμένη λουρίδα ψιλής άμμου που έσβηνε ομαλά μέσα στα ρηχά γαλανά νερά, που ύστερα από τρία-τέσσερα μέτρα σκούραιναν σημάδι πως βάθαινε η θάλασσα. Ιδανικός τόπος για κολύμπι.
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι έβγαινες σ’ ένα δρόμο που κατηφόριζε για το λιμάνι. Από αυτή την πρόσβαση πηγαινοέρχονταν όσοι είχαν γερά πόδια και πνευμόνια, για τους άλλους υπήρχαν βάρκες που έρχονταν από το λιμάνι για να μεταφέρουν ή να πάρουν πίσω κολυμβητές.
Ο Περικλής δεν ήταν ιδιαίτερα καλός κολυμβητής, ίσα-ίσα που κατάφερνε να επιπλέει. Γενικά δεν είχε καλές σχέσεις με τον αθλητισμό κι αν δεν είχε δουλέψει, τους τελευταίους εφτά μήνες στη λαχαναγορά θα ήταν ένα τυπικό δείγμα «Λελέ», όπως έλεγε ο Πέτρος.
Η χειρονακτική δουλειά, πραγματικά μέστωσε το εφηβικό σώμα του. Είχαν δυναμώσει οι βραχίονες του, ο θώρακας είχε φαρδύνει κι απόχτησε στιβαρότητα στα πόδια. Τώρα με το «μαγιό» όλ’ αυτά ήσαν φανερά και καθώς ήταν όμορφος στο πρόσωπο, εντυπωσίαζε.
Οι λουόμενοι στον ορμίσκο ήσαν στο σύνολο τους σχεδόν, παρεπιδημούντες, οι ντόπιοι, ιδιαίτερα οι γυναίκες σπάνια έφταναν εδώ. Έτσι οι συνηθισμένοι, καθημερινά ήσαν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, εκείνος γύρω στα εξήντα κι εκείνη πενήντα, πενήντα πέντε, διάφορα άλλα ζευγάρια πάνω από τριάντα χρονώ, μερικά από αυτά ήσαν ξένοι, έτσι ο Περικλής είχε την ευκαιρία ν’ ασκήσει τα γαλλικά και τα γερμανικά του.
Ήταν ο μικρότερος σε ηλικία, εκτός από μερικά παιδιά των ζευγαριών ή κάποιους νεαρούς ντόπιους...
Την πρώτη μέρα ο Περικλής κολύμπησε ώσπου κουράστηκε. Ύστερα ξάπλωσε στον ήλιο πάνω σ’ ένα ψαθί που είχε φέρει μαζί του, στριφογυρίζοντας το κορμί να μην καεί. Δεν ήταν μελαχρινός αλλά είχε σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια κι επιδερμίδα σταρένια έτσι δεν κινδύνευε να γίνει «σαν αστακός» παρ’ όλ’ αυτά έπαιρνε προφυλάξεις για ένα σωστό μαύρισμα.
Δυο ώρες αργότερα φόρεσε ένα «μακό» μπλουζάκι, το παντελόνι, μάζεψε την ψάθα και σκαρφάλωσε στο μονοπάτι.
10
Καθώς γύριζε στο σπίτι σκεφτόταν πως αύριο έπρεπε να φέρει μια ομπρέλα και μαύρα
γυαλιά...
... Την άλλη μέρα, πολύ πρωί φάνηκε στην κορυφή του βράχου, στην αρχή του μονοπατιού. Ήθελε ν’ απολαύσει τον ήλιο να βγαίνει μέσα από το ασπρογάλιασμα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Ήταν ήρεμη, αυτό που λενε «λάδι» και μόνο απαλοί κυματισμοί έφταναν στην ακρογιαλιά μ’ ένα ελαφρό φλοίφλισμα. Το νερό ήταν τόσο διάφανο που ο Περικλής ένιωσε πως βουτούσε τα πόδια σε βερνίκι, όταν έφτασε κάτω κι έκανε μερικά βήματα μέσα σ’ αυτό. Είχε πετάξει στην άμμο μια ομπρέλα, το ψαθί, τα μαύρα γυαλιά κι ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, με ερωτικά διηγήματα του Γκυ ντε Μωπασάν...
... Γλίστρησε απαλά, ξαπλωμένος στα ρηχά κι απόλαυσε το δροσερό νερό. Σιγά-σιγά, με απλωτές προχώρησε πιο βαθιά και καθώς ο φωτεινός δίσκος του ήλιου καθρεφτίστηκε στο νερό ένιωσε να βυθίζεται στην αντανάκλαση του...
Γύρισε ανάσκελα, άπλωσε χέρια και πόδια κι έμεινε να επιπλέει. Τα κατάφερνε σ’ αυτό και του άρεσε, τον βοηθούσε να σκέφτεται. Ήταν τόσο ήσυχα, μόνο κάποιοι κρωγμοί γλάρων ακούγονταν και κάποιοι μακρινοί ήχοι από το λιμάνι. Θυμήθηκε τη μητέρα του, όχι πως δε τη θυμόταν συχνά αλλά τούτη τη στιγμή η θύμηση της ήταν πολύ ζωντανή. Είχαν περάσει σχεδόν οχτώ μήνες από το θάνατο της, δεν είχε πάει στην κηδεία, ούτε όλους αυτούς τους μήνες στο νεκροταφείο, στον τάφο της. Δεν προσευχήθηκε ποτέ «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής» της. Ήξερε πως εκείνη δεν πίστευε σε καμιά θρησκεία, ήταν θαυμάστρια του Ντιντερό, οπαδός του Διαφωτισμού, αντιλήψεις που του είχε μεταδώσει παρά την αντίδραση του πατέρα του. Ο δικαστής χωρίς να είναι φανατικός, ήταν θεοσεβούμενος...
Τις σκέψεις του τάραξε ήχος από κουπιά και πίσω από ένα βράχο πρόβαλε ξαφνικά μια μεγάλη βάρκα μεταφέροντας τους πρώτους κολυμβητές. Λίγο αργότερα άρχισαν να φτάνουν κι άλλοι με βάρκες ή από το μονοπάτι κι έτσι ο ορμίσκος πήρε την καθημερινή του όψη.
Ο Περικλής, απογοητευμένος από τη διακοπή των στοχασμών του βγήκε από τη θάλασσα και ξάπλωσε στην ψάθα, φόρεσε τα γυαλιά και δέχτηκε τις πρωινές αχτίνες του ήλιου.
Μ’ αυτή την επανάληψη των γεγονότων πέρασε η πρώτη βδομάδα στο νησί. Τη δεύτερη έφερε μαζί του το βαλιτσάκι με τα χρώματα, τα κραγιόνια και τα μπλοκ και αποτραβηγμένος σε κάτι βράχια προσπάθησε, για πρώτη φορά, να ζωγραφίσει τοπίο με χρώματα. Ο ορμίσκος προσφερόταν και σε μια ώρα περίπου απασχόλησης είχε καταφέρει ν’ αποδώσει αρκετά πετυχημένα την πρωινή όψη του, τον ήλιο που ανέτειλε και τη διάφανη ήσυχη θάλασσα. Διαπίστωσε πως η τέμπερα ήταν ένα γρήγορο κι εύχρηστο υλικό με την καλυπτικότητα του ελαιοχρώματος. Αν και το αποτέλεσμα της προσπάθειας του δεν τον ικανοποιούσε απόλυτα, εντόπισε γρήγορα τα λάθη στο χειρισμό ώστε να τα διορθώσει.
Ο Περικλής την πρώτη βδομάδα ήταν εξαιρετικά κοινωνικός, μιλούσε μ’ όλους, συζητούσε σχεδόν σε τρεις γλώσσες. Τη δεύτερη ξαναβρήκε τον εαυτό του. Απομονώθηκε σε κάτι βράχια, με τα σύνεργα του και ζωγράφιζε από εκεί πάνω ο, τι ενδιαφέρον έπεφτε στο μάτι του. Τις βάρκες που μετάφεραν τους κολυμβητές, κάποιους ξαπλωμένους στην πλαζ, ανθρώπους που κολυμπούσαν, γλάρους.
Όσοι ήσαν στον ορμίσκο τον παρακολουθούσαν με περιέργεια αλλά το σκαρφάλωμα στα βράχια μείωνε τη διάθεση τους να τον πλησιάσουν εκτός από τα τρία τέσσερα πιτσιρίκια που αφού χάζευαν για λίγο κι έκαναν τα σχόλια τους, που ήσαν πάντα ευνοϊκά βέβαια, ξαναγύριζαν στη χαρά του νερού και του παιχνιδιού.
Την τελευταία βδομάδα της παραμονής του στο νησί δεν έπιασε χρώματα στο χέρι. Για την ακρίβεια δεν ξαναζωγράφισε με τέμπερες αλλά μόνο με παστέλ και κραγιόνια και όχι τοπία αλλά πορτρέτα. Αποτύπωνε, στα γρήγορα, στο τελευταίο μπλοκ που του απόμεινε, όποια πρόσωπα εύρισκε ενδιαφέροντα, παιδιών ή ενηλίκων και τις σκληρές σκιές που σχημάτιζε το φως του ήλιου πάνω τους τις απάλυνε με διάφορα χρώματα παστέλ και διαπίστωνε πως μπορούσε έτσι να έχει έγχρωμα σκίτσα...
... Την άλλη μέρα, πολύ πρωί φάνηκε στην κορυφή του βράχου, στην αρχή του μονοπατιού. Ήθελε ν’ απολαύσει τον ήλιο να βγαίνει μέσα από το ασπρογάλιασμα τ’ ουρανού και της θάλασσας. Ήταν ήρεμη, αυτό που λενε «λάδι» και μόνο απαλοί κυματισμοί έφταναν στην ακρογιαλιά μ’ ένα ελαφρό φλοίφλισμα. Το νερό ήταν τόσο διάφανο που ο Περικλής ένιωσε πως βουτούσε τα πόδια σε βερνίκι, όταν έφτασε κάτω κι έκανε μερικά βήματα μέσα σ’ αυτό. Είχε πετάξει στην άμμο μια ομπρέλα, το ψαθί, τα μαύρα γυαλιά κι ένα παλιό βιβλίο της μητέρας του, με ερωτικά διηγήματα του Γκυ ντε Μωπασάν...
... Γλίστρησε απαλά, ξαπλωμένος στα ρηχά κι απόλαυσε το δροσερό νερό. Σιγά-σιγά, με απλωτές προχώρησε πιο βαθιά και καθώς ο φωτεινός δίσκος του ήλιου καθρεφτίστηκε στο νερό ένιωσε να βυθίζεται στην αντανάκλαση του...
Γύρισε ανάσκελα, άπλωσε χέρια και πόδια κι έμεινε να επιπλέει. Τα κατάφερνε σ’ αυτό και του άρεσε, τον βοηθούσε να σκέφτεται. Ήταν τόσο ήσυχα, μόνο κάποιοι κρωγμοί γλάρων ακούγονταν και κάποιοι μακρινοί ήχοι από το λιμάνι. Θυμήθηκε τη μητέρα του, όχι πως δε τη θυμόταν συχνά αλλά τούτη τη στιγμή η θύμηση της ήταν πολύ ζωντανή. Είχαν περάσει σχεδόν οχτώ μήνες από το θάνατο της, δεν είχε πάει στην κηδεία, ούτε όλους αυτούς τους μήνες στο νεκροταφείο, στον τάφο της. Δεν προσευχήθηκε ποτέ «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής» της. Ήξερε πως εκείνη δεν πίστευε σε καμιά θρησκεία, ήταν θαυμάστρια του Ντιντερό, οπαδός του Διαφωτισμού, αντιλήψεις που του είχε μεταδώσει παρά την αντίδραση του πατέρα του. Ο δικαστής χωρίς να είναι φανατικός, ήταν θεοσεβούμενος...
Τις σκέψεις του τάραξε ήχος από κουπιά και πίσω από ένα βράχο πρόβαλε ξαφνικά μια μεγάλη βάρκα μεταφέροντας τους πρώτους κολυμβητές. Λίγο αργότερα άρχισαν να φτάνουν κι άλλοι με βάρκες ή από το μονοπάτι κι έτσι ο ορμίσκος πήρε την καθημερινή του όψη.
Ο Περικλής, απογοητευμένος από τη διακοπή των στοχασμών του βγήκε από τη θάλασσα και ξάπλωσε στην ψάθα, φόρεσε τα γυαλιά και δέχτηκε τις πρωινές αχτίνες του ήλιου.
Μ’ αυτή την επανάληψη των γεγονότων πέρασε η πρώτη βδομάδα στο νησί. Τη δεύτερη έφερε μαζί του το βαλιτσάκι με τα χρώματα, τα κραγιόνια και τα μπλοκ και αποτραβηγμένος σε κάτι βράχια προσπάθησε, για πρώτη φορά, να ζωγραφίσει τοπίο με χρώματα. Ο ορμίσκος προσφερόταν και σε μια ώρα περίπου απασχόλησης είχε καταφέρει ν’ αποδώσει αρκετά πετυχημένα την πρωινή όψη του, τον ήλιο που ανέτειλε και τη διάφανη ήσυχη θάλασσα. Διαπίστωσε πως η τέμπερα ήταν ένα γρήγορο κι εύχρηστο υλικό με την καλυπτικότητα του ελαιοχρώματος. Αν και το αποτέλεσμα της προσπάθειας του δεν τον ικανοποιούσε απόλυτα, εντόπισε γρήγορα τα λάθη στο χειρισμό ώστε να τα διορθώσει.
Ο Περικλής την πρώτη βδομάδα ήταν εξαιρετικά κοινωνικός, μιλούσε μ’ όλους, συζητούσε σχεδόν σε τρεις γλώσσες. Τη δεύτερη ξαναβρήκε τον εαυτό του. Απομονώθηκε σε κάτι βράχια, με τα σύνεργα του και ζωγράφιζε από εκεί πάνω ο, τι ενδιαφέρον έπεφτε στο μάτι του. Τις βάρκες που μετάφεραν τους κολυμβητές, κάποιους ξαπλωμένους στην πλαζ, ανθρώπους που κολυμπούσαν, γλάρους.
Όσοι ήσαν στον ορμίσκο τον παρακολουθούσαν με περιέργεια αλλά το σκαρφάλωμα στα βράχια μείωνε τη διάθεση τους να τον πλησιάσουν εκτός από τα τρία τέσσερα πιτσιρίκια που αφού χάζευαν για λίγο κι έκαναν τα σχόλια τους, που ήσαν πάντα ευνοϊκά βέβαια, ξαναγύριζαν στη χαρά του νερού και του παιχνιδιού.
Την τελευταία βδομάδα της παραμονής του στο νησί δεν έπιασε χρώματα στο χέρι. Για την ακρίβεια δεν ξαναζωγράφισε με τέμπερες αλλά μόνο με παστέλ και κραγιόνια και όχι τοπία αλλά πορτρέτα. Αποτύπωνε, στα γρήγορα, στο τελευταίο μπλοκ που του απόμεινε, όποια πρόσωπα εύρισκε ενδιαφέροντα, παιδιών ή ενηλίκων και τις σκληρές σκιές που σχημάτιζε το φως του ήλιου πάνω τους τις απάλυνε με διάφορα χρώματα παστέλ και διαπίστωνε πως μπορούσε έτσι να έχει έγχρωμα σκίτσα...
11
... Καθισμένος στον ίσκιο της ομπρέλας του, τράβηξε τις τελευταίες μολυβιές στο μπλοκ που
κρατούσε. Κοίταξε από κάποια απόσταση αυτό που είχε κάνει κι έδειξε ικανοποιημένος. Ύστερα
σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της ηλικιωμένης κυρίας που καθόταν και διάβαζε ένα
βιβλίο κάτω από την ομπρέλα της.
-
---- Κυρία, μου επιτρέπετε; της είπε.
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι, τον κοίταξε και του χαμογέλασε.
-
---- Ορίστε...
-
---- Θέλω να σας κάνω ένα μικρό δώρο...
Της πρότεινε το φύλλο χαρτί που είχε σκιτσάρει.
Εκείνη το πήρε, το κοίταξε και αναφώνησε με κάποια έκπληξη.
-
---- Ω, είναι πολύ πετυχημένο...Τέτοιο πορτρέτο ούτε ο σύζυγος μου δε μου έχει κάνει...
-
---- Ο σύζυγος σας είναι ζωγράφος;
-
---- Ναι, καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Και γυρνώντας προς τον εξηντάρη που ο
Περικλής, είχε δει κοντά της από την πρώτη μέρα που είχε έρθει, του φώναξε:
---- Αριστείδη, έλα να δεις εδώ...
Ο άντρας που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από τη θάλασσα πλησίασε. Κοίταξε το σκίτσο χωρίς να το πιάσει γιατί τα χέρια του ήσαν υγρά και είπε:
-
---- Μμ, πολύ ωραίο. Ποιος το έφτιαξε;
-
---- Ο νεαρός. Δεν είναι υπέροχο;
Ο καθηγητής κούνησε καταφατικά το κεφάλι καθώς σκουπιζόταν με μια πετσέτα.
-
---- Σας ευχαριστώ πολύ κύριε, είπε η γυναίκα. Πρέπει όμως να το υπογράψετε, δεν έχει
υπογραφή, γιατί;
---- Υπογραφή; Ναι ίσως αλλά...,είπε αμήχανα ο νέος. Ο καθηγητής κάθισε σταυροπόδι, τα κατάφερνε καλά και είπε στον Περικλή να καθίσει κοντά τους. Ύστερα πήρε το σκίτσο από το χέρι της γυναίκας του το κοίταξε καλά και είπε:
---- Σε άκουσα να μιλάς σε αρκετές γλώσσες, που σπουδάζεις ζωγραφική, στο Παρίσι ή στη Γερμανία;
---- Δε σπουδάζω κύριε, μόλις τελείωσα το γυμνάσιο... Μιλάω όμως γαλλικά και γερμανικά, σχετικά υποφερτά, τα έμαθα με δασκάλους στο σπίτι.
---- Δηλαδή, δεν έχεις διδαχτεί σχέδιο, χρώμα...
---- Όχι, ζωγραφίζω από μικρός, έτσι ερασιτεχνικά.
---- Καταπληκτικό! Έτσι Αριστείδη μου;
---- Ναι. Νεαρέ έχεις πολύ ταλέντο, θα δώσεις στη Σχολή μας; Αν το αποφασίσεις, να έρθεις να με βρεις, είμαι καθηγητής εκεί, αν και δεν θα χρειαστείς βοήθεια για να μπεις...
Άρχισε μια συζήτηση ανάμεσα στους τρεις, όχι μόνο για ζωγραφική αλλά και γι’ άλλα θέματα και η συντροφιά συνεχίστηκε κι εκτός πλαζ, στην ταβέρνα του λιμανιού για φαγητό και συζήτηση, ολόκληρη την τελευταία βδομάδα της παραμονής τους στο νησί.
Ο Αριστείδης διαπίστωσε πως ο νεαρός είχε πολλές γνώσεις σχετικά με την ιστορία της Τέχνης και μπορούσαν να συζητούν για ώρες και ν’ ανταλλάζουν απόψεις για αισθητικά θέματα. Η κυρία Σοφία, η σύζυγος του καθηγητή, συμμετείχε σ’ αυτές τις συζητήσεις μ’ επιτυχία, είχε μια πολύ καλή μόρφωση, αν και η ίδια δήλωνε καλή νοικοκυρά και σκοπός της ήταν η φροντίδα του Αριστείδη.
Είχε εντυπωσιάσει τον Περικλή αυτή η γυναίκα με την ομορφιά και τη σύνεση της. Του θύμιζε σε πολλά τη μητέρα του αλλά η κυρία Σοφία έδειχνε ευτυχισμένος άνθρωπος. Είχε πάντα ένα αμυδρό, ανεπαίσθητο χαμόγελο και στο σκίτσο που της είχε κάνει, προσπάθησε να το αποτυπώσει...
12
το γεγονός που τον έκανε να φύγει από το σπίτι και τη δουλειά του στη λαχαναγορά.
Αν και στη διάρκεια του ταξιδιού ο Αριστείδης προσπάθησε να τον πείσει, με διάφορα
επιχειρήματα να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών ο Περικλής δεν το είχε ακόμα αποφασίσει. ---- Κοίταξε, η δική μας σχολή είναι καλύτερη από αυτές του εξωτερικού για έναν απλό λόγο. Είναι πιο αυστηρή και πιο επίμονη στην εκμάθηση της τεχνικής. Το κακό είναι ότι αυτό βοηθάει τους ατάλαντους..., είπε ο καθηγητής.
---- Δεν καταλαβαίνω, πως γίνεται αυτό;
---- Ε, είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ έναν αμόρφωτο αλλά ευφυή άνθρωπο και σ’ ένα μέτριας αντίληψης αλλά μορφωμένο. Ο δεύτερος φαίνεται εξυπνότερος γιατί έχει γνώσεις. Όπως και η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν ηλικιωμένο ανόητο και σ’ έναν έξυπνο νεαρό. Οι γνώσεις και η πείρα του ηλικιωμένου τον δείχνουν εξυπνότερο. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να διδαχτούν πάρα πολλά πράγματα, ακόμα κι αυτά που παλιότερα προϋπόθεταν αυτό που ονομάζουμε ταλέντο. Ο καθένας μπορεί σήμερα να μάθει να ζωγραφίζει...
Και βλέποντας τον Περικλή να τον κοιτάζει με απορία συνέχισε:
---- Ήρθε μια μέρα στο ατελιέ μου ένας γείτονας, ένας νεαρός καθηγητής της γυμναστικής και ζήτησε να του κάνω μαθήματα ζωγραφικής. «Εδώ και δυο χρόνια ζωγραφίζω, μ’ αρέσει και θα ήθελα να μου δείξετε μερικά πράγματα...», είπε. Του ζήτησα να μου δείξει κάποια από αυτά που ζωγράφισε. Όταν τα είδα διαπίστωσα πως χρησιμοποιούσε την τεχνική που θα χρησιμοποιούσε οποιοσδήποτε, αν του έδινες χρώματα, πινέλα κι ένα τελάρο. Ζήτησα να δω κάποια σχέδια. Μου είπε πως δε σχεδιάζει αλλά δουλεύει απευθείας γιατί του αρέσει ο...εξπρεσιονισμός και πως έτσι νιώθει ότι εκφράζεται. Φυσικά του είπα πως σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσα να τον βοηθήσω να εκφραστεί καλύτερα.
Θέλω να πω πως ο άνθρωπος είχε δίκιο να νομίζει πως κάνει εξπρεσιονισμό αφού μεγάλα ονόματα της Τέχνης ζωγραφίζουν με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα αν έχουν φοιτήσει σε ακαδημίες ζωγραφικής και γνωρίζουν σχέδιο, χρώμα κι όλα τα σχετικά. Πως λοιπόν να ξεχωρίσεις πια τι είναι έργο Τέχνης και τι, κατασκεύασμα;
---- Δίκιο έχετε η σχολή, σου γνωρίζει τα μέσα να εκφραστείς και όχι πως θα κάνεις Τέχνη...
---- Περίπου, σου μαθαίνει βέβαια και κάποιους κανόνες αισθητικής αλλά αυτό δε σημαίνει πως γνωρίζοντας τους μπορείς να κάνεις Τέχνη. Δεν είναι και πολύ ξεκάθαρα όλ’ αυτά. Πιστεύω πως εσύ γνωρίζεις ήδη πολλά από αυτά που θα σου μάθει μια σχολή, ίσως μόνο κάποιες τεχνικές και κάποιες ευκολίες θα μάθεις στο ν’ αποδώσεις διάφορα σχετικά με το χρώμα γιατί το σχέδιο σου είναι θαυμάσιο, ο τρόπος που δουλεύεις τα κραγιόνια είναι σχεδόν πρωτότυπος. Έχεις ένα εξαιρετικό χάρισμα, να πιάνεις μέσα σε λίγο χρόνο αυτό που θέλεις. Είναι πολύ σημαντικό αυτό όταν σχεδιάζουμε μοντέλο. Το εξήντα τοις εκατό των σπουδαστών δεν το πετυχαίνουν ποτέ, ακόμα κι εγώ που ζωγραφίζω χρόνια δεν καταφέρνω πάντα, στην πράξη, αυτό που θεωρητικά γνωρίζω και διδάσκω. Πόσες φορές προσπάθησα να συλλάβω αυτό το μυστηριακό μισοχαμόγελο της γυναίκας μου χωρίς ποτέ να το καταφέρω απολύτως, εσύ το πέτυχες με την πρώτη κι ας μην τη γνώριζες καλά-καλά.
Ο Περικλής γύρισε και κοίταξε την κυρία Σοφία χαμογελώντας. Εκείνη χαμογέλασε ακριβώς με το μυστηριακό της χαμόγελο.
---- Δεν έχετε δίκιο κύριε Αριστείδη. Πριν επιχειρήσω να την ζωγραφίσω, τη μελετούσα καιρό. Μου άρεσε πολύ. Πρόσεξα και προσπάθησα να πιάσω αυτό το χαμόγελο που παραπέμπει κατευθείαν στη Τζιοκόντα... Μ’ έχει εντυπωσιάσει πολύ σαν τύπος γυναίκας, συγχωρείστε με αν είμαι πολύ τολμηρός...
---- Όχι, όχι αγόρι μου τι λες, είμαι εξαιρετικά κολακευμένη για το ότι σου αρέσω, είπε εκείνη μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
---- Τώρα που σας γνώρισα από κοντά κυρία Σοφία, μου θυμίζετε σε πολλά τη μητέρα μου...
---- Α, μου το χαλάς Περικλή μου, είπε εκείνη κι ακολούθησε ιλαρότητα...
Αν και στη διάρκεια του ταξιδιού ο Αριστείδης προσπάθησε να τον πείσει, με διάφορα
επιχειρήματα να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών ο Περικλής δεν το είχε ακόμα αποφασίσει. ---- Κοίταξε, η δική μας σχολή είναι καλύτερη από αυτές του εξωτερικού για έναν απλό λόγο. Είναι πιο αυστηρή και πιο επίμονη στην εκμάθηση της τεχνικής. Το κακό είναι ότι αυτό βοηθάει τους ατάλαντους..., είπε ο καθηγητής.
---- Δεν καταλαβαίνω, πως γίνεται αυτό;
---- Ε, είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ έναν αμόρφωτο αλλά ευφυή άνθρωπο και σ’ ένα μέτριας αντίληψης αλλά μορφωμένο. Ο δεύτερος φαίνεται εξυπνότερος γιατί έχει γνώσεις. Όπως και η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν ηλικιωμένο ανόητο και σ’ έναν έξυπνο νεαρό. Οι γνώσεις και η πείρα του ηλικιωμένου τον δείχνουν εξυπνότερο. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να διδαχτούν πάρα πολλά πράγματα, ακόμα κι αυτά που παλιότερα προϋπόθεταν αυτό που ονομάζουμε ταλέντο. Ο καθένας μπορεί σήμερα να μάθει να ζωγραφίζει...
Και βλέποντας τον Περικλή να τον κοιτάζει με απορία συνέχισε:
---- Ήρθε μια μέρα στο ατελιέ μου ένας γείτονας, ένας νεαρός καθηγητής της γυμναστικής και ζήτησε να του κάνω μαθήματα ζωγραφικής. «Εδώ και δυο χρόνια ζωγραφίζω, μ’ αρέσει και θα ήθελα να μου δείξετε μερικά πράγματα...», είπε. Του ζήτησα να μου δείξει κάποια από αυτά που ζωγράφισε. Όταν τα είδα διαπίστωσα πως χρησιμοποιούσε την τεχνική που θα χρησιμοποιούσε οποιοσδήποτε, αν του έδινες χρώματα, πινέλα κι ένα τελάρο. Ζήτησα να δω κάποια σχέδια. Μου είπε πως δε σχεδιάζει αλλά δουλεύει απευθείας γιατί του αρέσει ο...εξπρεσιονισμός και πως έτσι νιώθει ότι εκφράζεται. Φυσικά του είπα πως σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσα να τον βοηθήσω να εκφραστεί καλύτερα.
Θέλω να πω πως ο άνθρωπος είχε δίκιο να νομίζει πως κάνει εξπρεσιονισμό αφού μεγάλα ονόματα της Τέχνης ζωγραφίζουν με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα αν έχουν φοιτήσει σε ακαδημίες ζωγραφικής και γνωρίζουν σχέδιο, χρώμα κι όλα τα σχετικά. Πως λοιπόν να ξεχωρίσεις πια τι είναι έργο Τέχνης και τι, κατασκεύασμα;
---- Δίκιο έχετε η σχολή, σου γνωρίζει τα μέσα να εκφραστείς και όχι πως θα κάνεις Τέχνη...
---- Περίπου, σου μαθαίνει βέβαια και κάποιους κανόνες αισθητικής αλλά αυτό δε σημαίνει πως γνωρίζοντας τους μπορείς να κάνεις Τέχνη. Δεν είναι και πολύ ξεκάθαρα όλ’ αυτά. Πιστεύω πως εσύ γνωρίζεις ήδη πολλά από αυτά που θα σου μάθει μια σχολή, ίσως μόνο κάποιες τεχνικές και κάποιες ευκολίες θα μάθεις στο ν’ αποδώσεις διάφορα σχετικά με το χρώμα γιατί το σχέδιο σου είναι θαυμάσιο, ο τρόπος που δουλεύεις τα κραγιόνια είναι σχεδόν πρωτότυπος. Έχεις ένα εξαιρετικό χάρισμα, να πιάνεις μέσα σε λίγο χρόνο αυτό που θέλεις. Είναι πολύ σημαντικό αυτό όταν σχεδιάζουμε μοντέλο. Το εξήντα τοις εκατό των σπουδαστών δεν το πετυχαίνουν ποτέ, ακόμα κι εγώ που ζωγραφίζω χρόνια δεν καταφέρνω πάντα, στην πράξη, αυτό που θεωρητικά γνωρίζω και διδάσκω. Πόσες φορές προσπάθησα να συλλάβω αυτό το μυστηριακό μισοχαμόγελο της γυναίκας μου χωρίς ποτέ να το καταφέρω απολύτως, εσύ το πέτυχες με την πρώτη κι ας μην τη γνώριζες καλά-καλά.
Ο Περικλής γύρισε και κοίταξε την κυρία Σοφία χαμογελώντας. Εκείνη χαμογέλασε ακριβώς με το μυστηριακό της χαμόγελο.
---- Δεν έχετε δίκιο κύριε Αριστείδη. Πριν επιχειρήσω να την ζωγραφίσω, τη μελετούσα καιρό. Μου άρεσε πολύ. Πρόσεξα και προσπάθησα να πιάσω αυτό το χαμόγελο που παραπέμπει κατευθείαν στη Τζιοκόντα... Μ’ έχει εντυπωσιάσει πολύ σαν τύπος γυναίκας, συγχωρείστε με αν είμαι πολύ τολμηρός...
---- Όχι, όχι αγόρι μου τι λες, είμαι εξαιρετικά κολακευμένη για το ότι σου αρέσω, είπε εκείνη μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
---- Τώρα που σας γνώρισα από κοντά κυρία Σοφία, μου θυμίζετε σε πολλά τη μητέρα μου...
---- Α, μου το χαλάς Περικλή μου, είπε εκείνη κι ακολούθησε ιλαρότητα...
13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ