---- Γεια σου ρε Περικλή
---- Γεια σου και σένα, κάθισε.
---- Τέλειωσες με τη σχολή; Δηλαδή τι
θα κάνεις τώρα, θ’ ανοίξεις μαγαζί και θα κάνεις κάντρα;
---- Τι λες μωρ’ αδερφέ μου, τι
κάντρα και μπούρδες μου λες;
---- Ε, ζωγράφος δεν τέλειωσες ρε;
---- Ναι ρε Μπάμπη, ζωγράφος
αλλά...άσε, τι να σου εξηγώ τώρα δε θα καταλάβεις...
---- Γιατί ρε, βλάκας είμαι;
---- Όχι, όχι δεν εννοούσα αυτό, με
συγχωρείς. Δεν είσαι βλάκας αλλά άσχετος, για να καταλάβεις πρέπει να σου πω
μερικά πράγματα...Άκου αδερφέ, παλιότερα οι ζωγράφοι δεν πήγαιναν σε σχολές
γιατί δεν υπήρχαν τέτοιες, δούλευαν κοντά σ’ άλλους παλιότερους ζωγράφους, σε
συντεχνίες μαστόρων δηλαδή, μαζί με άλλες ειδικότητες: χτίστες, πετράδες κι
έπαιρναν παραγγελίες για δουλειά. Τώρα δουλεύουν μόνοι τους, κάνουν πίνακες,
«κάντρα» όπως τα λες...
---- Καλά δε λέω; Έτσι δεν τα λέμε
ελληνικά;
---- Όχι ρε γαμώτο, ελληνικά τα λέμε
πίνακες, κάντρα είναι ιταλικά...
---- Δηλαδή μιλάω ιταλικά και δεν το
ξέρω;
---- Αμάν μπελάς είσαι ρε Μπάμπη. Γι’
αυτό είπα πως δε θα καταλάβεις.
---- Καλά, καλά αδερφέ μου, άστο...
---- Όχι, τώρα που άρχισα πρέπει να
σου εξηγήσω. Λοιπόν όπως είπα, οι
ζωγράφοι κάνουν πίνακες, είκοσι, τριάντα, πενήντα κομμάτια και τα εκθέτουν σε κάτι χώρους που
τα λένε «γκαλερί»...».
---- Κατάλαβα, σ’ αυτά τα μαγαζιά που
κάνουν κορνίζες...
---- Όχι γαμώτο, δεν κατάλαβες. Σ’
αυτό το μέρος που σου λέω βάζει πίνακες του, ένας ζωγράφος και πηγαίνουν
πελάτες κι αγοράζουν ο,τι τους αρέσει...
---- Έ, αυτό δεν είπα κι εγώ;
Ο Περικλής έκανε μια κίνηση
απελπισίας με τα χέρια. Όλ’ αυτά λέγονταν ανάμεσα σε δυο νέους άντρες,
καθισμένους στον εξώστη ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας,
κοντά στην Κεντρική Λαχαναγορά της πρωτεύουσας.
Για λίγη
ώρα, ο Περικλής συνέχισε
να εξηγεί στο συνομιλητή του, τα
σχετικά με τις εκθέσεις καλλιτεχνικών έργων. Γνώριζε τον Μπάμπη-που ήταν δυο
χρόνια μικρότερος του κι αδερφός ενός συμμαθητή του στο γυμνάσιο, του
Πέτρου-εφτά χρόνια τώρα...
... Ακριβώς εφτά χρόνια είχαν
περάσει από τότε που ο Περικλής, δεκαεφτάχρονος εμφανίστηκε στη λαχαναγορά όπου
είχε δώσει ραντεβού, στις πέντε το πρωί με τον Πέτρο. Τον πρώτο που συνάντησε
εκεί ήταν ο Μπάμπης. Ο νεαρός δεκαπεντάχρονος, ήταν γεροδεμένος, και κουβαλούσε
κασόνια τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια. Κοίταξε παραξενεμένος, μια-δυο φορές, τον
Περικλή, σταμάτησε τελικά κοντά του, άφησε σ’ ένα παραπέτο τα κασόνια και του
είπε:
---- Πως από δω παλικάρι;
---- Ψάχνω για τον Πέτρο, τον
γνωρίζεις;
---- Αμέ, είναι το αδερφάκι μου...
---- Α, εσύ είσαι ο Μπάμπης;
---- Δεν ξέρω τι μαλακ... μπαρούφες
σου έχει πει ο Πέτρος για μένα...
---- Απεναντίας, μου είπε πως είσαι
καλό παιδί.
---- Α, και δε μου λες, τι ζητάς
τέτοια ώρα εδώ;
---- Έχουμε ραντεβού.
---- Μάγκα, τι είν’ αυτά που λες;
Ραντεβού πάμε με κορίτσια, είπε ο Μπάμπης κοιτάζοντας τον περίεργα.
---- Ραντεβού, στα γαλλικά, θα πει
συνάντηση με όποιονάναι και όχι μόνο με κορίτσια.
---- Έτσι ε; Γραμματιζούμενος
είσαι,...Να ο Πέτρος, έρχεται. Δε μου λες μπας και ήρθες για δουλειά;
---- Είσαι σαϊνι, τόπιασες.
Ο Μπάμπης του έριξε μια ματιά
που μάλλον έδειχνε αμφιβολία για την ικανότητα του Περικλή, σ’ αυτή τη δουλειά.
Ξεπρόβαλε πίσω από κάτι κασόνια
ο Πέτρος. Συνομήλικος του Περικλή, λίγο κοντύτερος αλλά πιο γεροδεμένος.
---- Γεια, γνωριστήκατε; Ο αδερφός
μου ο Μπάμπης, πρόσεχε τον μη του γνωρίσεις γκόμενα γιατί θα σου τη φαει, είπε
γελώντας, στον Περικλή.
---- Σιγά ρε, δε μας παρατάς λεω
γω;..., είπε νευριασμένος ο νεαρός, φορτώθηκε τα κασόνια κι έφυγε προς ένα
υπόστεγο.
---- Πάμε να σου γνωρίσω το γέρο μου,
είπε ο Πέτρος κι αγκάλιασε από τους ώμους τον Περικλή κι ακολούθησαν τον
Μπάμπη...
... Μπήκαν σ’ ένα
τεράστιο υπόστεγο όπου,
με μεγάλο θόρυβο, συνωστίζονταν αχθοφόροι, ιδιοκτήτες
μαγαζιών, παραγωγοί οπωροκηπευτικών και πελάτες. Μεγαλόφωνες διαπραγματεύσεις,
μικροτσακωμοί αστεϊσμοί και πειράγματα γέμιζαν τον αέρα.
Καθώς οι δυο νεαροί προχωρούσαν
στο βάθος του υπόστεγου, είδαν έναν άντρα να πηδάει από ένα φορτηγό με λαχανικά
και φρούτα και να φωνάζει ανήσυχος, σε κάποιον οστεώδη και γεροδεμένο άντρα,
γύρω στα πενήντα:
---- Μαστρο-Φώτη, σε παρακαλώ όσο
γίνεται πιο γρήγορα, πρέπει ν’ αδειάσω και να φύγω...
Πλησίασαν και τον σύστησε στον
πατέρα του...
... Ο μαστρο-Φώτης χρόνια στη
λαχαναγορά, δούλευε κοντά σ’ ένα χοντρέμπορα. Είχε φτιάξει ένα συνεργείο με
μόνιμο προσωπικό τους γιους του. Ανάλογα με το φόρτο δουλειάς έπαιρνε κι άλλους
για να δουλέψουν μαζί του. Έτσι μπήκε κι ο Περικλής στο σχήμα αυτό και κάθε
πρωί στις τέσσερις, μαζί με τον Πέτρο και τον Μπάμπη έπιαναν δουλειά. Στις οχτώ
σταματούσαν οι δυο μαθητές στο γυμνάσιο, Πέτρος και Περικλής κι ο Φώτης τους
πήγαινε με το μικρό φορτηγάκι του στον κοντινό σταθμό του ηλεκτρικού τρένου.
Από εκεί έφταναν στο κέντρο της πρωτεύουσας, κάτω από την Ακρόπολη σ’ ένα πολύ
καλό γυμνάσιο. Ήταν δημόσιο κι οι μαθητές του ανήκαν σ’ όλες τις τάξεις. «Από
Μήτσους μέχρι Λελέδες», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Πέτρος. Εκείνος είχε
πάει εκεί χάρη σ’ ένα
φίλο του πατέρα του που ήταν καθηγητής σ’ αυτό το γυμνάσιο, ενώ ο
Περικλής, είχε το δικαίωμα φοίτησης γιατί ήταν στην περιοχή του πατρικού του
σπιτιού, ένα διαμέρισμα σε παλιό αρχοντικό εκεί απέναντι, περίπου, από την Πύλη
του Αδριανού...
... Ο Μπάμπης έσιαξε τον «μπερέ»
του, ήταν ένα χρόνο κιόλας στρατιώτης, σηκώθηκε και δήλωσε:
---- Φεύγω.
---- Για που;
---- Για το κέντρο. Χαμογέλασε πονηρά
στον Περικλή και συμπλήρωσε:
---- Έχω ραντεβού, με γκόμενα φυσικά.
Ο Περικλής χαμογέλασε επίσης καθώς θυμήθηκε τη λέξη αυτή που είχε
χρησιμοποιήσει πριν εφτά χρόνια κι ο νεαρός Μπάμπης τον είχε
παρεξηγήσει...Καθώς παρακολουθούσε
το νεαρό του φίλο να φεύγει άρχισε ν’ αναπολεί το παρελθόν...
Θυμήθηκε
τη μέρα που πρωτοσυνάντησε τον Πέτρο στο γυμνάσιο. Δεκαπεντάχρονοι και οι δυο Ο
Περικλής ψηλότερος αλλά ο Πέτρος πιο σκληραγωγημένος και δυνατός. Του είχε
κάνει εντύπωση αυτό το μεθοδικό και σοβαρό παιδί που δούλευε στη λαχαναγορά από
νωρίς τα χαράματα κι ύστερα έτρεχε στο σχολείο.
Ο Περικλής δεν έπιανε εύκολα
φίλους. Για την ακρίβεια δεν είχε έναν πραγματικό φίλο και στο σπίτι του δεν
έρχονταν ποτέ παιδιά. Ο πατέρας του ήταν δικαστής, ένας άντρας αυστηρός και
δυναμικός, ενώ η μητέρα του ευαίσθητη κι εξαιρετικά καλλιεργημένη με
αδύνατο όμως χαρακτήρα. Πήρε κι από τους δυο, τη
σοβαρότητα και την εμφάνιση από τον πατέρα, ήταν ωραίος άντρας ο δικαστής
κι από τη μητέρα του την ευαισθησία. Όσο για το χαρακτήρα
κάτι ανάμεσα στους δυο.
… Συμπάθησε αμέσως τον Πέτρο κι
έγιναν αχώριστοι στο σχολείο. Τις άλλες ώρες ο νεαρός από τη λαχαναγορά δεν
είχε χρόνο παρά για τα μαθήματα του και να βοηθάει τον πατέρα του σε διάφορες
άλλες δραστηριότητες έξω από την αγορά που τ’ απογεύματα ήταν κλειστή.
Μικροεπισκευές χτισμάτων, υδραυλικά, διάφορα μαστορέματα. «Έπιανε το χέρι» του
μαστρο-Φώτη «εξ ου» και το μάστορας.
Στα διαλείμματα οι δυο νέοι
ήσαν πάντα μαζί. Οι συζητήσεις τους είχαν σχέση με τη ζωή τους. Ο Περικλής ήθελε
να μαθαίνει διάφορα για τη δουλειά, το σπίτι και την οικογένεια του Πέτρου κι
εκείνος το αντίθετο. Κι όσο διαπίστωναν την ταξική τους διαφορά τόσο
περισσότερο ενδιαφέρονταν, ήταν ο ένας για τον άλλο, ένα παράθυρο στους
διαφορετικούς κόσμους τους...
Τη χρονιά
που γνώρισε τον Πέτρο ο Περικλής, αρρώστησε βαριά η μητέρα του. Μπαινόβγαινε
στα νοσοκομεία, ώσπου οι γιατροί
αποφάσισαν πως η περίπτωσή της ήταν ανίατη. Ο Περικλής αν και πριν, σπάνια
έβγαινε από το σπίτι, τώρα βρισκόταν συνέχεια κοντά της. Υπήρχε βέβαια μόνιμη
αποκλειστική νοσοκόμα για να τη φροντίζει αλλά η παρουσία του γιου της, της
ήταν πολύτιμη. Οι δυο τους όλ’ αυτά τα χρόνια ήσαν πολύ καλοί φίλοι, ο, τι
γνώριζε εκτός από τις τυπικές γνώσεις του σχολείου, το είχε μάθει από τη μητέρα
του. Αυτή τον
μύησε στ’ αριστουργήματα της
Τέχνης, από την κινέζικη κεραμική ως τις γιαπωνέζικες
γκραβούρες κι από τη ζωγραφική των σπηλαίων, τη γλυπτική και ζωγραφική
της Μεσοποταμίας, της
Αιγύπτου και της Ελλάδας ως την Αναγέννηση κι από εκεί μέχρι
τον Πικασσό. Η βιβλιοθήκη της ήταν γεμάτη βιβλία Τέχνης κι ο Περικλής από
μικρός χανόταν στις σελίδες τους, ένας ιστορικός Τέχνης θα γνώριζε λιγότερα
πράγματα από αυτόν. Φυσικά και στο χώρο της λογοτεχνίας είχε εντρυφήσει με τη
φροντίδα της μητέρας του, από τον Όμηρο ως τους σύγχρονους ποιητές. Πριν
κλείσει τα δεκαοχτώ του είχε διαβάσει όλους τους Έλληνες τραγικούς αλλά και τον
Σαίξπηρ.
Ο δικαστής-πατέρας είχε
αντίρρηση γι’ όλ’ αυτά που στο βάθος τα θεωρούσε δευτερεύοντα, μάλλον τα
περιφρονούσε και προτιμούσε να μελετάει ο γιος του, τουλάχιστον τώρα πια που
κόντευε να τελειώσει το σχολείο, Πλάτωνα και Αριστοτέλη και ο,τι είχε σχέση με
τη νομική επιστήμη γιατί ήθελε τον Περικλή να συνεχίσει τη δική του καριέρα,
που πραγματικά λογιζόταν πετυχημένη. Ήταν αξιοσέβαστος και για το ήθος του και
για τη νομική του κατάρτιση.
Ο
δικαστής, είχε διαβάσει και μελετήσει σε μετάφραση ή στο πρωτότυπο, στις
γλώσσες που γνώριζε, κυρίως τη γερμανική, τα πάντα σχεδόν που είχαν γραφτεί για
τη νομική επιστήμη. Στις σπάνιες φορές
που βρισκόταν σε
κοσμικές συντροφιές, ήταν γοητευτικός ομιλητής και οι γυναίκες του
κύκλου του τον περιτριγύριζαν. Μπορεί να μην καταλάβαιναν πολλά από αυτά που
έλεγε αλλά πολλές θα τον ήθελαν ερωτικό τους σύντροφο.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε
αποκαλυφθεί καμιά εξωσυζυγική δραστηριότητα του αλλά αυτό οφειλόταν μάλλον στη
ικανότητα του να φυλάγεται γιατί υπήρχαν, αναπόδειχτες βέβαια φήμες, πως
κάποιες κυρίες ή νεαρές γεύονταν και τ’ αντρικά θέλγητρα του δικαστή.
Εκείνη, που είχε αποδεχτεί-χωρίς
να του ζητήσει ποτέ εξηγήσεις-πως ο σύντροφος της την απατούσε, ήταν η μητέρα
του Περικλή γιατί χρόνια τώρα η ερωτική τους ζωή ήταν προβληματική και τα
τελευταία χρόνια μάλιστα, εξαιτίας και της αρρώστιας της, ανύπαρκτη. Κάπου
λοιπόν θα εκτόνωνε τις γενετήσιες του ορμές ο δικαστής.
Γι’ όλ’ αυτά βέβαια ο Περικλής
είχε άγνοια. Ήξερε πως η συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι στη μητέρα, πριν
αρρωστήσει, ήταν πολλές φορές σχεδόν τυραννική, αυτό έκανε συχνά το μικρό να
τον μισεί, αλλά
είχε τοποθετήσει το
δικαστή σ’ ένα ψηλό βάθρο εντιμότητας, που ακόμα και η εφηβική
αμφισβήτηση, δεν είχε καταφέρει να τον κατεβάσει. Τελευταία όμως οι σχέσεις
τους, που ήσαν γενικά καλές, όσο μεγάλωνε ο μικρός κι όσο ο πατέρας του επέμενε
να τον κατευθύνει προς το δικαστικό κλάδο, είχαν διαταραχτεί.
Ο Περικλής αν και γενικά ήταν
πιο κοντά, σχετικά με τη μόρφωση του στην καλαισθησία της μητέρα του, είχε διαβάσει όμως και αρκετά από
αυτά που προτιμούσε ο πατέρας του. Συχνά άφηνε άναυδο το δικαστή με την
ικανότητα του να θυμάται ολόκληρα κατεβατά, στην αρχαία γλώσσα, από τον Πλάτωνα
ή τους Αθηναίους ρήτορες...
... Τα τελευταία δυο χρόνια που η μητέρα του ήταν άρρωστη, είχε
προσέξει-ήταν σχεδόν άντρας πια-πως οι αποκλειστικές νοσοκόμες που τη φρόντιζαν
και που τις διάλεγε ο πατέρας του, ήσαν πολύ ωραίες κοπέλες και μόνο τρία ή
τέσσερα χρόνια μεγαλύτερες από τον Περικλή. Παρ’ όλ’ αυτά τις αντιμετώπιζε
περίπου σαν υπηρέτριες, κάπως υπεροπτικά. Και γενικότερα καθώς μεγάλωνε
απομονωμένος σχεδόν χωρίς την ελεύθερη συντροφιά άλλων αγοριών όπου μεταξύ τους
λέγονταν ενδιαφέροντα πράγματα για τις γυναίκες και τον έρωτα, δεν είχε νιώσει
κάποιο ερωτικό σκίρτημα. Ο, τι ήξερε ήταν μέσα από τα βιβλία. Τραγικούς έρωτες
στις τραγωδίες αλλά και ρομαντικούς στα ερωτικά μυθιστορήματα. Είχε βέβαια
πάντα την πρόθεση να ερωτευτεί, να νιώσει κάτι συναρπαστικό αλλά τα κορίτσια
που γνώριζε και που ήσαν πολύ λίγα δε διάθεταν τα χαρίσματα που είχαν οι
γυναίκες των μεγάλων λογοτεχνικών ερώτων.
Είχε κλείσει τα δεκάξι του
χρόνια, όταν ανακάλυψε τον αυνανισμό κι αυτόν μέσα από τα βιβλία. Απο μικρό
παιδάκι βέβαια πάντα έπαιρνε κάποια μηνύματα από τα γεννητικά του όργανα αλλά
του ξέφευγε το νόημα τους. Στα εφτά-οχτώ του χρόνια καθώς είχαν πάει επίσκεψη
σ’ ένα φιλικό σπίτι των γονιών του, η συνομήλικη του κόρη των φίλων τους καθώς
έπαιζαν στο δωμάτιο της, του είπε αν θέλει να βάλει το χέρι του μέσα από το
κυλοτάκι και να της χαϊδέψει το μουνάκι. Έτσι το είπε υποκοριστικά και με
έμφαση. Ο Περικλής δεν το έκανε, όχι γιατί του είχε πει κάποιος
πως αυτό ήταν κακό
και απαγορευμένο αλλά γιατί δεν καταλάβαινε τη χρησιμότητα, του να
χαϊδέψει ένα ξένο όργανο, δεν του γεννήθηκε καν η περιέργεια.
Ένα βιβλίο, σε μια προθήκη
βιβλιοπωλείου, που ο τίτλος του αναφερόταν
στο γενετήσιο ένστικτο
με τη λέξη
ΣΕΞ, τελευταία άκουγε συχνά
αυτή τη λέξη καθώς και τη λέξη σεξ- απήλ, σεξουαλισμός, τον παρακίνησε
και το αγόρασε για να το ξεκοκαλίσει μέσα σε μια νύχτα.
Τον εντυπωσίασαν όσα διάβασε
εκεί μέσα αλλά το μόνο άμεσα κατανοητό και εφικτό ήταν ο αυνανισμός. Ήξερε βέβαια
ήδη για τις πόρνες και πως μ’ ένα ποσό θα μπορούσε να ικανοποιήσει και την
περιέργεια του και την ανάγκη του αλλά δεν τολμούσε να βρεθεί σ’ ένα τέτοιο
σπίτι.
Αν τον έβλεπε κάποιος τι θα
σκεφτόταν για το γιο του δικαστή; Ύστερα θα ήταν ολοφάνερα πρωτάρης κι αυτό δε
θα το άντεχε. Ο αυνανισμός λοιπόν ήταν η λύση κι όπως κάθε νεοφώτιστος ρίχτηκε
με μανία που ανακόπηκε όμως από μια δυσκολία στο όργανο του. Πονούσε και δε
μπορούσε να το εξηγήσει γιατί.
Με τον Πέτρο είχαν μιλήσει για
πολλά πράγματα, ποτέ όμως για γυναίκες. Ο Περικλής τόλμησε να του αναφέρει για
το βιβλίο που είχε διαβάσει. Εκείνος του έριξε μια ματιά και το βρήκε
ενδιαφέρον αλλά είπε πως τίποτα δεν είχε καινούργιο, γι’ αυτόν εκεί μέσα.
---- Δηλαδή εσύ...αυνανίζεσαι;
---- Μαλακίζομαι θες να πεις, ούου
από μικρός γιατί εσύ όχι;
---- Πριν να διαβάσω το βιβλίο, όχι.
Μετά το επιχείρησα αλλά δεν το άντεξα γιατί πονούσα...
---- Πονούσες; Τι πονούσες ρε φίλε;
---- Ναι, πονούσα...
Ο Πέτρος τον τράβηξε στα
ουρητήρια του σχολείου και του είπε να βγάλει
έξω το πέος του. Ο Περικλής δίστασε αλλά τελικά το έκανε.
---- Τράβα το πετσάκι πίσω ρε.
---- Πετσάκι; Ποιο πετσάκι...
---- Το πετσί ρε, να βγει έξω το
παπάρι.
---- Δε σε καταλαβαίνω...
Ο Πέτρος έβγαλε έξω το δικό του
όργανο και του έδειξε τι να κάνει.
---- Δεν μπορώ...Πονάω, είπε ο
Περικλής.
---- Μάλιστα έχεις πρόβλημα. Όταν
σχολάσουμε θα πάμε κάπου, σ’ ένα φίλο φοιτητή της ιατρικής, αυτός θα μας πει τι
μπορεί να γίνει.
Λίγο αργότερα έμπαιναν σ’ ένα
καφενείο. Ο Πέτρος πλησίασε ένα νέο άντρα που έπαιζε τάβλι, κάτι του είπε κι
εκείνος σηκώθηκε και βγήκε μαζί τους έξω. Του είπαν τι συμβαίνει.
---- Καλά ρε
συ, μαλακία δεν
τραβούσες τόσα χρόνια;
ρώτησε ο φοιτητής.
---- Όχι...
---- Άσε, είναι...Λελές, είπε
χαμογελώντας ο Πέτρος.
---- Μην ανησυχείς, φίμωση είναι.
Θάρθεις αύριο στο νοσοκομείο, κατά τις δώδεκα, να με βρεις και θα το
διορθώσουμε, είπε ο φοιτητής και μπήκε στο καφενείο να συνεχίσει το τάβλι.
Έτσι ο Περικλής χωρίς
θρησκευτική επιταγή, αναγκάστηκε να κάνει...περιτομή. Έπαψε να υποφέρει
και για
να το γιορτάσουν,
οι δυο φίλοι, ένα μήνα αργότερα
αποφάσισαν να θυσιάσουν τις παρθενιές τους. Το συζήτησαν μέρες, πήραν και
ειδικές συμβουλές από το φίλο τους το φοιτητή κι ένα απόγευμα βρέθηκαν σ’ ένα
πορνείο, όπου όλα πήγαν καλά για τον Πέτρο,
το έπαιξε μάλιστα
κι έμπειρος, πως
δεν ήταν η πρώτη του φορά. Ο Περικλής τελικά δεν
τόλμησε και περίμενε απ’ έξω και ζήτησε από το φίλο του να μην του ζητήσει να
ξαναπάει μαζί του...
Όταν γύρισε στο σπίτι κοντά
στην άρρωστη μητέρα του ένιωσε δυσάρεστα, είχε την εντύπωση πως εκείνη κατάλαβε
αυτό που πήγε να κάνει. Η μητέρα
του χαροπάλευε κι αυτός σκεφτόταν το σεξ, τι ντροπή! Απανωτά
ήρθε κι ένα άλλο γεγονός που τον έκανε να σιχαθεί το σεξ και τις γυναίκες...
Είχε μπει ο Νοέμβρης, ο
Περικλής, βρισκόταν στον τελευταίο χρόνο του γυμνασίου, η κατάσταση της μητέρας
του ήταν απελπιστική, είχε απομακρυνθεί από τον Πέτρο και τ’ απογεύματα, μετά
το σχολείο κλεινόταν στο δωμάτιο του αν και κάθε τόσο έτρεχε κοντά της. Εκείνη είχε αρχίσει ήδη να χάνει
συχνά την επαφή της με το περιβάλλον.
Μια τέτοιαν ώρα που βρισκόταν
κοντά της, χωρίς την παρουσία της νοσοκόμας, εκείνη συνήρθε από τον λήθαργο,
τον αναγνώρισε και του έσφιξε το χέρι μ’ όση δύναμη της είχε απομείνει. Ύστερα
του μίλησε ξέπνοα αλλά σταθερά:
---- Αγόρι μου εγώ θα φύγω...μη
στενοχωρεθείς, αργά ή γρήγορα όλοι φεύγουμε...Κοίτα να ζήσεις τη ζωή σου... Να
κάνεις όλα εκείνα που ονειρευτίκαμε μαζί, να σπουδάσεις να ταξιδέψεις...Σου
αφήνω ένα ποσό για να...για να... την έπνιξε ο βήχας. Ο Περικλής έβαλε την
παλάμη του στο μέτωπο της.
---- Ναι, μητέρα ησύχασε, ησύχασε,
μην κουράζεσαι...
Η άρρωστη ύστερα από μερικά
τραντάγματα του στήθους ηρέμησε. Άνοιξε τα μάτια και συνέχισε:
---- Για τα χρήματα θα σε
πληροφορήσει ο Χρήστος, ο συμβολαιογράφος μας... Θα… θα τα… πάρεις όταν
ενηλικιωθείς...Έβηξε πάλι κι έπεσε σε λήθαργο.
Ο Περικλής ακούμπησε το πρόσωπο
του στο στήθος της αλλά δεν έκλαψε. Έκλαιγε όλη η ύπαρξη του εκτός από τους
δακρυγόνους αδένες του. Εκεί τον βρήκε ο πατέρας του, τον έπιασε απαλά από το
χέρι και τον οδήγησε έξω. Πήγε κάτι να του πει για παρηγοριά αλλά ο νεαρός
έκανε νόημα πως δεν ήθελε ν’ ακούσει και τράβηξε προς το δωμάτιο του. Ήταν
δυσαρεστημένος με τον δικαστή, πιστεύοντας πως δε συμπαραστεκόταν αρκετά στη
μητέρα. Εκτός από το πρακτικό μέρος της
νοσηλείας, ο πατέρας του σπάνια έμπαινε στο δωμάτιο της άρρωστης κι αυτό για να
τη ρωτήσει τυπικά πράγματα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΔΕΚΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ - ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΑ - ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ